Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Νίκος Πορτοκάλογλου - Που Ήσουνα Φως Μου (Official Video Clip)

Ημερολογιο-Χρηστος Θηβαιος

Μελίνα Κανά - Αχ ζωή μάγισσα να σε μάθω άργησα

Eric Clapton with Stevie Winwood-Gimme Some Loving (Arms Concert London)

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

H απαραίτητη Γενιά του Τριάντα
Του Αποστολου Δοξιαδη*
Σε κάθε δύσκολη εποχή -κι αυτή που περνάμε είναι ακραία δύσκολη- οι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τα προβλήματα από τις λύσεις, και αυτό γιατί τα προβλήματα είναι παρόντα, ολοζώντανα, ενώ οι λύσεις βρίσκονται στη σφαίρα της σκέψης και μόνο.
Ομως η μεγάλη τραγωδία των δύσκολων καιρών είναι ότι σε τυφλώνουν. Κι αυτό γιατί η σκέψη υποχωρεί κάτω από την πίεση του φόβου και της αγωνίας αφήνοντας τη θέση της στη φαντασία, η οποία και την αντίληψη των προβλημάτων αλλοιώνει, δίνοντας στις αιτίες τους διαστάσεις μυθικές, και κατά συνέπεια κάνει αδύνατη την εξεύρεση λύσης πραγματικής, καθώς, πιεσμένος από το θυμικό, ο άνθρωπος ψάχνει καταφύγιο σε μαγικές διεξόδους.
Ετσι και τώρα. Ολο και περισσότερο ο δημόσιος διάλογος μπολιάζεται με σχηματοποιήσεις απλοϊκές, που αναζητούν, μέσω του μηχανισμού ψυχικής άμυνας της προβολής, να βρουν τα προβλήματα σε δυνάμεις έξω από εμάς: τα μονοπώλια, την Ε. Ε., τη Γερμανία, τον Φ τραπεζίτη, τον Χ μεγαλοεκδότη, τον Ψ μεγαλοεργολάβο... Και ενώ κάθε στοιχείο αυτής της λίστας έπαιξε τον ρόλο του στη δημιουργία των προβλημάτων, και συνεχίζει να τον παίζει στην παρεμπόδιση των λύσεων, η προβολή σε αυτά ατόφιου του κακού μάς στερεί τη δυνατότητα να δούμε τις δικές μας ευθύνες, των κυβερνήσεων που εκλέξαμε, των κομμάτων, του κράτους, όλων ημών. Αλλά αυτό είναι ολέθριο, γιατί μόνο η ξεκάθαρη αντίληψη των ευθυνών που βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχό μας θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα.
Εκεί είμαστε σήμερα. Οι περισσότεροι, αντί να αναζητούμε έλλογα, με όση νηφαλιότητα επιτρέπουν οι συνθήκες, το τι να κάνουμε για να σωθούμε, είτε ξεπέφτουμε στην απάθεια -είναι κι αυτή μηχανισμός άμυνας σε ακραίες καταστάσεις- είτε στρεφόμαστε στα άκρα, στις επικίνδυνες ρητορικές της ξεπερασμένης παλαιομαρξιστικής θεωρίας, του παρανοειδούς υπερεθνικισμού ή της δαιμονολογίας των προσφερόμενων παραλλαγών του λαϊκισμού. Η αποτελεσματική θεραπεία απαιτεί προηγούμενως σωστή διάγνωση. Οταν όμως η διάγνωση είναι τύπου μαγικού, ότι για όλα φταίνε τέρατα και δαίμονες, τότε αντί για γιατρό τρέχεις στον μάγο, με τα ξόρκια και τις μαγγανείες του. Κι από τέτοιους έχουμε μπόλικους, σε όλα τα κόμματα - σε κάποια, μάλιστα, είναι και επικεφαλής. Σε τέτοιο αδιέξοδο όμως, ποια είναι η λύση;
Αναζητώ την απάντηση από εντελώς παράδοξη δίοδο, το εξαίρετο καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα «Ο Μύθος της Γενιάς του Τριάντα». Ο σκοπός μου δεν είναι να το παρουσιάσω (το έκανε επαρκέστατα η Ελισάβετ Κοτζιά στην «Κ» της 29ης Οκτωβρίου), αλλά να αναφέρω κάποιους τρόπους με τους οποίους, έμμεσα αλλά καίρια, οι προβληματισμοί του είναι πολύτιμοι στη σημερινή συγκυρία. Και αυτό γιατί αναλύοντας το βιβλίο την ουσία του πολιτισμικού προτάγματος της Γενιάς του Τριάντα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτό διαστρεβλώθηκε στις μετέπειτα δεκαετίες από τους επικριτές του, δείχνει τελικά το πόσο, και με ποιους τρόπους, ξεστρατίσαμε από αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε σήμερα. Η Γενιά του Τριάντα αποτελούνταν από ανθρώπους ανοιχτόμυαλους και ανοιχτόκαρδους, φρέσκα μυαλά που μπόρεσαν να κοιτάξουν τον τόπο χωρίς τις τότε παρωπίδες του λογιωτατισμού, του επαρχιωτισμού, του αυτιστικού εθνικισμού, της ξενομανίας ή του μιμητικού αριστερισμού. Ανοίχτηκαν τολμηρά στην Ευρώπη και στο καινούργιο χωρίς να ξεχνούν ούτε πού μένουν, ούτε ποια γλώσσα μιλούν, ούτε ποια παράδοση κουβαλούν. Στο βιβλίο του Τζιόβα φαίνεται καθαρά ότι αυτή η Γενιά εκφράζει τη σπουδαιότερη απόπειρα να δημιουργηθεί ένα όραμα για την Ελλάδα που να συνθέτει δημιουργικά το αρχαίο με το μοντέρνο, το αστικό με το λαϊκό, το ανατολίτικο με το ευρωπαϊκό, το τοπικό με το κοσμοπολίτικο, το σεβαστικό με το ρηξικέλευθο.
Ο Θεοτοκάς, ο χαρακτηριστικότερος θεωρητικός εκφραστής της, έγραψε ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σαν το 1922, σπάζοντας τη συνέχεια της ψυχικής ιστορίας της Ελλάδας, διέκοψε την προσπάθεια της Γενιάς να χτίσει ένα νέο όραμα. Η ολοκλήρωσή του όμως αποτελούσε ουσιαστική εθνική ανάγκη, και γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η μετέπειτα μάχη για την ιδεολογική, και όχι μόνο, κυριαρχία της χώρας από τη σοβιετόδουλη Αριστερά και, αντιδραστικά, από μια ιδεοληπτική, στείρα εθνικοφροσύνη, περιέλαβε, ως κύριο στοιχείο της, αμφίπλευρες επιθέσεις στο ελεύθερο πνεύμα της Γενιάς του Τριάντα, με αποτέλεσμα αυτό να μην μπορέσει να ξαναεκφραστεί παρά είκοσι χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60. Μα πάλι το διέκοψε βίαια η δικτατορία.
Διαβάζοντας τον «Μύθο της Γενιάς του Τριάντα» του Τζιόβα σκέφτομαι ότι αυτό που ονομάζουμε «νίκη των ηττημένων του Εμφυλίου» στο φαντασιακό της χώρας, μια νίκη της οποίας το χειρότερο σύμπτωμα ήταν ο εξαγιασμός του καταστροφικού λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80, και η μετέπειτα εξαχρείωση, στο αυλάκι του, της πολιτικής ζωής της χώρας, ήταν στην ουσία η ήττα του δημιουργικά ελληνικού και γόνιμα φιλευρωπαϊκού πνεύματος της σπουδαίας αυτής Γενιάς.
Κατά συνέπεια, σήμερα που κινδυνεύουμε, με δική μας κυρίως ευθύνη, να βγούμε οικονομικά και πολιτικά από την Ευρώπη, έχοντας ταυτόχρονα διαστρέψει στο όνομα των ιδεολογιών της αρπαχτής οτιδήποτε γνήσια και αρχοντικά ελληνικό είχαμε, η πρόκληση της αναζήτησης της Γενιάς του Τριάντα μάς ανοίγει ένα μονοπάτι στο υπόδειγμα που τόσο χρειαζόμαστε, στη θετική πολιτισμική σύνθεση που αποτελεί τη μόνη εναλλακτική στην καταστροφή.
* Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.
εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4/12/2011

Eξ αφορμης
Λογική και σημασιολογία
Toυ Φοιβου-Ευθ. Παναγιωτιδη*
Ας σκεφτούμε ποιοι κλάδοι επιστημονικής γνώσης χρησιμοποιούνται κάποτε ως λοιδορίες: η φιλολογία και η φιλοσοφία, ιδίως στον πληθυντικό. Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν με παρόμοιο τρόπο και το «semantics» (σημασιολογία), θεωρώντας ότι πραγματεύεται σχολαστικά και «φιλολογικά» (είδατε;) τις σημασίες των λέξεων, ότι πρόκειται για στρυφνή εξάσκηση στη διύλιση του κώνωπα.
Η σημασιολογία είναι η μελέτη της γλωσσικής σημασίας και, κατ’ επέκταση, της σχέσης της με τη νόηση. Οπως κάθε θεωρητικός κλάδος επιστημονικής γνώσης, έχει πρακτικές εφαρμογές μόνον εμμέσως. Ωστόσο, όπως κάθε θεωρητικός κλάδος επιστημονικής γνώσης, οι πρακτικές και εμπειρικές συνέπειές της είναι κεφαλαιώδους σημασίας, έστω και εμμέσως.
Θα ξεκινήσω με μια εξιστόρηση, διαφωτιστική ελπίζω. Το 1995, όταν η Ευρώπη ήταν ακόμα και ιδεώδες, και όχι μόνον άθυρμα των «αγορών» ή σκακιέρα μικρών πολιτικών, πέντε φοιτητές από κάθε χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης στάλθηκαν στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Ρεν για να συμμετάσχουν σε σεμινάριο με θέμα τις προοπτικές καλής γειτονίας στην περιοχή, την εποχή αμέσως πριν από την ενδιάμεση συμφωνία με την περιφραστική γειτονική χώρα και μεσούσης της πολιορκίας του Σεράγεβο.
Ενας από τους εισηγητές ήταν και ο φημισμένος Τυνήσιος ψυχαναλυτής Φετί Μπενσλαμά, ο οποίος, ανάμεσα στα άλλα, μας είπε ότι «ως γνωστόν, το αντίθετο του “όλοι” δεν είναι “κανείς”: το αντίθετο του “όλοι” είναι “όχι όλοι”». Προσωπικά, παρότι μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχα διδαχθεί ελάχιστη Σημασιολογία και καθόλου Λογική. Συνεπώς, εντυπωσιάστηκα και προβληματίστηκα από αυτή την απόφανση, που μου είχε φανεί βαθυστόχαστη και πρωτότυπη· κι ας αναρωτιόμουν πού να στηριζόταν.
Πολύ συχνά, όπως συνέχισε ο Μπενσλαμά, η πολιτική ρητορεία προσπαθεί να μας πείσει ότι το αντίθετο του «όλοι» είναι «κανείς» ή ότι το αντίθετο του «πάντοτε» είναι «ποτέ». Ενίοτε η πολιτική ρητορεία εκβιάζει τη συναίνεσή μας με αυτόν τον τρόπο: λ. χ,. προσπαθεί να μας πείσει πως αν δεν είναι αλήθεια ότι όλοι υποστηρίζουν την τάδε πολιτική, τότε κανείς δεν υποστηρίζει την τάδε πολιτική. Επίσης, και πάλι παραδείγματος χάρη, αν δεν είναι αλήθεια ότι πάντοτε συμβαίνει το δείνα γεγονός, τότε ποτέ δεν συμβαίνει το δείνα γεγονός.
Και όμως (όπως έμαθα αργότερα) οι αρχές της κατηγορικής λογικής, κλάδου της Λογικής και βασικού εργαλείου της Σημασιολογίας, μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι η άρνηση, το «αντίθετο» αν θέλετε, του «όλοι», είναι το «όχι όλοι» και ότι η άρνηση, το «αντίθετο» αν θέλετε, του «πάντοτε» είναι το «όχι πάντοτε».
Γιατί τα λέω αυτά. Πρώτον, γιατί η (τυπική) Λογική αποτελεί ουσιώδη γυμναστική για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης: μια έστω και στοιχειώδης εξοικείωση μαζί της θα μπορούσε να μας προστατέψει από λογικές πλάνες και λογικά άλματα που χρησιμοποιούνται στον δημόσιο λόγο, πλάνες και άλματα που αποσκοπούν στον πειθαναγκασμό και, ευρύτερα, στον έλεγχο της κοινής γνώμης. Το παράδειγμα που έφερα είναι σχετικά περιορισμένης εμβέλειας αλλά ενδεικτικό: αφθονούν τα δείγματα πολιτικής ρητορείας στα οποία η λογική καταστρατηγείται, ενώ βρίθουν από επικλήσεις στην «κοινή λογική». Δεύτερον, και γενικότερα, η εκλαΐκευση των θεωρητικών κλάδων της επιστήμης είναι δύσκολη υπόθεση και η εγγενής πολυπλοκότητά τους τις καθιστά μάλλον δύσπεπτες σε έναν κόσμο μπουχτισμένο από την πληροφορία και εθισμένο σε εύκολες εξηγήσεις και απλοϊκές ερμηνείες. Και όμως, όπως υπάρχει άρρηκτη σύνδεση μεταξύ των εξισώσεων της θεωρητικής φυσικής και του GPS στο αμάξι μας ή της μοριακής βιολογίας και των φαρμάκων μας, έτσι υπάρχει άρρηκτη σύνδεση μεταξύ Λογικής και πολιτικού λόγου, τελικά. Η Σημασιολογία μόνο περιττή δεν είναι.
Ευχαριστώ τους Γ. Βασιλάκη, Θ. Κάππα, Κ. Κωστάκο και Ι. Παπαδοπούλου για τη βοήθειά τους.
* Ο κ. Φοίβος-Ευθ. Παναγιωτίδης είναι επ. καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
εφ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4/12/2011