Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Μπέκος Γρ. Γιώργος Μαρκόπουλος Ο ποιητής της πλατείας Βικτωρίας

Εφθασε χαμογελαστός την ώρα που εξαφανίζονταν οι λεπτές νιφάδες του χιονιού και έβγαινε ο ήλιος. Μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στην πλατεία Βικτωρίας. Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του 1970, έσερνε μαζί του τη «μαούνα», όπως έχει ονομάσει το μπλε καροτσάκι για τα ψώνια του. Είχε μόλις επιστρέψει στη γειτονιά του από τα γραφεία των εκδόσεων Κέδρος, όπου «πήγα να κεράσω τα παιδιά κασεροπιτάκια».

Αιτία ήταν το Βραβείο Ποίησης 2011 του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του και πιο πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός (2010). «Καλοδεχούμενα βέβαια, μου φέρανε μεγάλη χαρά τα βραβεία, αλλά η δουλειά του ποιητή δεν είναι να περιμένει βραβεία, η δουλειά του είναι να γράφει ποιήματα» μου είπε στο φιλόξενο «Καφέ των Ποιητών».

Οι τοίχοι του μαγαζιού όπου συνήθως συναντιέται με τον Γιάννη Κοντό και τον Κώστα Παπαγεωργίου είναι διακοσμημένοι με τα πορτρέτα των μεγαλύτερων ποιητών μας. Η αυστηρή ματιά του Βάρναλη διασταυρωνόταν με την ανέμελη ματιά του Εμπειρίκου στο τραπέζι όπου ο 61χρονος ποιητής έπινε με αργές γουλιές τον καφέ του. «Η αγαπημένη μου συλλογή είναι "Οι πυροτεχνουργοί" (1979). Τα ποιήματα αυτά είναι παιδάκια με καλοκαιρινό μακό μπλουζάκι και φυσαρμόνικα, έτσι τα θυμάμαι. Στη συλλογή του 1998 "Μη σκεπάζεις το ποτάμι" (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1999) τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν και έγιναν καλοντυμένοι κύριοι. Στον "Κρυφό κυνηγό" έχουν γίνει πονεμένοι άνθρωποι με πιτζάμες στο νοσοκομείο» μου λέει ο ήπιων τόνων και εντάσεων ποιητής που γράφει ότι η σιωπή «είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας/ που κάποτε θα βρει το δίκιο της».

«Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση»


Το μόνο που μου είπε για το έργο του ήταν ότι «όλα τα ποιήματά μου είναι βιωματικά, είναι σκηνές από την πατρίδα μου, τις περισσότερες τις έχω δει ή τις έχω ζήσει». Ο Μαρκόπουλος μιλούσε συνεχώς για τους άλλους ποιητές και απήγγελλε από μνήμης στίχους τους. «Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση, είναι πολύ δυνατή και έχω τραφεί από αυτήν. Από τον Σολωμό και τον Κάλβο, μετά τον Καβάφη που απελευθέρωσε την ποιητική μας γλώσσα, τη Γενιά του 1930... Αγαπώ τους λεγόμενους παρακμιακούς ποιητές του Μεσοπολέμου, απιθάνου τρυφερότητος ποιητές όπως ο Αγρας, ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης».

Από την πρώτη μεταπολεμική γενιά αγάπησε ιδιαίτερα τον Δ. Π. Παπαδίτσα και τον Τάσο Λειβαδίτη για την ποίηση του οποίου έγραψε ένα βιβλίο (Εκάτη, 2009). «Ο Λειβαδίτης με συγκινεί αφάνταστα, η τρυφερότητα, ο βαθύτατος ανθρωπισμός, το κλίμα του. Επιπλέον με γοήτευαν ανέκαθεν οι ταπεινοί χώροι στους οποίους εκινείτο η ποίησή του, οι βροχεροί δρόμοι με τις μαύρες ομπρέλες, τα παλιά ραφτάδικα με τις ερειπωμένες μηχανές, τα παλαιά καφενεία. Μια φορά επιθύμησα να μπω - να ρίχνει έξω δυνατή βροχή - σε ένα παλαιό καρβουνιάρικο, να πιω άσχημο κρασί βαρελίσιο και να θυμηθώ στίχους του. Η τύχη τα έφερε έτσι και έγινε κάποτε αυτό, ύστερα από μια παράσταση, κάπου στον Κεραμεικό. Μπήκα σε ένα τέτοιο μαγαζί με τα καλά μου ρούχα αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ήμουν τελείως ξένος προς αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους. Εκανα ότι τάχα κάποιον έψαχνα μα δεν τον βρήκα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα φεύγοντας».

Οσο για τον Δ. Π. Παπαδίτσα, «με συγκίνησε η ρώμη του στίχου του, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο του έργου του. Νομίζω ότι πιο ρωμαλέος ποιητής - χωρίς να είναι μεγαλόστομος, για μένα έχει σημασία - σε εκείνη τη γενιά δεν υπήρξε. Τον έχω διαβάσει άπειρες φορές δυνατά στο σπίτι μου. Τα ποιήματά του είναι ένα μουσικό όργανο, μόνιμα κολλημένο στα αφτιά μου, χωρίς κανένα φάλτσο». Αλλωστε «η αυθεντική ποίηση έχει μια εσωτερική μουσική που την ακούμε ανεξάρτητα από τη φόρμα του κάθε ποιητή».

«Βάφτισαν "λαό" τους εγκάθετους»

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μου είπε «ότι το μεγαλύτερο δώρο της φύσης προς τους ανθρώπους είναι η μνήμη» και ότι «η μοναξιά είναι μια γενετήσια ερημιά που ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου».
Η κρίση τον έχει κάνει απρόθυμο να γράψει, προτιμά να ακούει μουσική. «Οι κυβερνήσεις στη Μεταπολίτευση βάφτισαν "λαό" τους κομματικούς εγκάθετους και βρέθηκαν σε θέσεις-"κλειδιά" άνθρωποι τόσο απολίτιστοι που μέχρι προχθές σκουπίζανε τη μύξα με το μανίκι».

Μιλώντας για το πολιτικό σύστημα θυμήθηκε τον Σεφέρη: «Πεινούσαμε στης γης τα πλάτη/ σα φάγαμε καλά/ πέσαμε εδώ στα χαμηλά/ ανίδεοι και χορτάτοι». Τον ανησυχεί πολύ η ανεργία των νέων. Τότε επικαλέστηκε τον Νίκο Καρούζο - «μην του μιλάτε, είναι άνεργος» - και λίγο μετά, με έναν αναστεναγμό, «μην του μιλάτε, δε μιλούν στους καθρέφτες».


Μπάλα και εκκλησιαστικά κείμενα


Ο Κρυφός κυνηγός «είναι βεβαιότατα παρμένος από το ποδόσφαιρο», την άλλη μεγάλη αγάπη του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ο γεννημένος στη Μεσσήνη ποιητής υποστηρίζει την ΑΕΚ, έχει γράψει μια «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» και ένα βιβλίο (Εντός και εκτός έδρας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006) για τη σχέση των ποιητών με το ποδόσφαιρο από τη Γενιά του '30 ως σήμερα. «Οι περισσότεροι ήταν αρνητικοί με την μπάλα. Υποθέτω ότι αυτή η στάση πήγαζε από μια αίσθηση ότι το ποδόσφαιρο καταπολεμούσε την πνευματικότητα. Εγώ είμαι λαϊκών καταβολών άνθρωπος και επιπλέον, αν είσαι σφαιρικός και ισορροπημένος, τα συνδυάζεις όλα. Δεν είναι λίγοι και αυτοί που αγάπησαν και αγαπούν το ποδόσφαιρο βέβαια, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Βασίλης Στεργιάδης, ο Σωτήρης Κακίσης, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί στις εξέδρες, και ο Νάσος Βαγενάς».
Επίσης έχει επηρεαστεί από την κατανυκτικότητα της θρησκείας: «Ενα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα που έχω διαβάσει σε αυτή τη ζωή είναι η Νεκρώσιμη Ακολουθία» και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα, «τόσο σπουδαία γραμμένα που δεν έχεις το δικαίωμα ούτε να γυρίσεις βάναυσα τη σελίδα με το δάχτυλό σου». 
εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ   5/2/2012   http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=441837

Γ.Σεφέρη "Τελευταίος σταθμός" απαγγέλλει ο ποιητής

Μονόγραμμα ποίηση Ο.Ελύτη, μελοποίηση :Γ. Ζουγανέλη ερμηνεία : Β.Παπακωνσταντίνου

Κ.Π.Καβάφη "Ιθάκη" απαγγέλλει ο Σον Κόνερι, μουσική Β.Παπαθανασίου

Επιφάνεια Αβέρωφ ποίηση Γ. Σεφέρη, μουσική :Μ.Θεοδωράκη. ερμηνεία : Α. Καλογιάννης

ΣΕΦΕΡΗΣ-ΕΛΥΤΗΣ (εκπομπή Παρασκήνιο)

Γ.Σεφέρη "Ελένη" διαβάζει ο ποιητής

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Δ.Μαρωνίτη "Χωρίς ανεμόσκαλα"

Μνήμη Δήμου Μαυρομάτη

Σύμπτωση. Ξημερώνοντας, μάλλον άσχημα, θυμήθηκα ότι σήμερα (17 Φεβρουαρίου) συμπληρώνονται σαράντα ένα χρόνια από τη σημαδεμένη εκείνη μέρα, που βρέθηκα να ταξιδεύω από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα.
Μέρα ηλιόλουστη, σε ταξί, με τρεις ασφαλίτες. Που σταμάτησαν στη Νέα Χαλκηδόνα για σουβλάκια και μ' άφησαν για λίγο μόνο - θεωρητικά θα μπορούσα να δραπετεύσω. Μιλούσαν συνεχώς, χωρατεύοντας. Ωσότου μπήκαμε στην Αθήνα, οπότε ξαφνικά μουγκάθηκαν. Πρώτος νυχτερινός σταθμός: παράδοση στις φυλακές Ρέντη. Την άλλη μέρα πρεμιέρα στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Οπου και ξεχειμώνιασα, ακούγοντας και ζώντας τις αντοχές του σώματος και του φρονήματος. Προτού μετακομιστώ στις φυλακές Κορυδαλλού (ειδική πτέρυγα Δ', καπαρωμένη για τους εκλεκτούς του Θεοφιλογιαννάκου). Αποφυλακίστηκα στις έντεκα Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, αργά το βράδυ.
Αυτή η μεσαία δοκιμασία εγκλεισμού (υπήρξε και προηγούμενη, λιγότερο οδυνηρή, αλλά και επόμενη, στο όριο ζωής και θανάτου) αποτυπώθηκε σε δώδεκα πρωτοσέλιδες επιφυλλίδες στο «Βήμα» εκείνης της εποχής, που συμμαζεύτηκαν μετά στο τεύχος Ανεμόσκαλα (εκδόσεις Παπαζήση 1972, με τη φροντίδα του αλησμόνητου φίλου Δήμου Μαυρομάτη). Ο Πρόλογος αναδημοσιεύεται σήμερα (ως όψιμη αναδρομή σ' αυτό που αστόχαστα λέγεται παρελθόν) χωρίς καμιά επέμβαση, εκτός από τον υποχρεωτικό μονοτονισμό:
«- Ενα τόσο σύντομο τεύχος τι τον χρειάζεται τον πρόλογο; - Για να προστατευτεί. Γιατί οι δώδεκα αυτοί σπόροι γυρεύουν τώρα ένα σακούλι, να πέσουν μέσα. Μόνος του ο καθένας, στη βιτρίνα ενός μεγάλου μαγαζιού, σε αραιά διαστήματα, ήταν λίγο αστείος και πολύ γυμνός.
Φυσικά και δεν πρόκειται για επιφυλλίδες. Χαρακιές πάνω σε γυμνό τοίχο, ευαγγελίζονται ανομολόγητες ηδονές, μοιρασμένες σε έρημα χρόνια μέσα και γύρω σε έμφραχτους χώρους, και βιογραφούν την αισιοδοξία ενός ανθρώπου που έχασε το χιούμορ του και τη δουλειά του - όπως χάνει κανείς σε μια ορισμένη ηλικία τα μαλλιά του και τα δόντια του. Αυτός είναι και ο στόχος τους: να περιγράψουν με ακρίβεια τα κλινικά συμπτώματα μιας πολιτικής αρρώστιας, που το ομολογημένο εξάνθημά της το ξέρουμε όλοι, αλλά τα αποσιωπημένα θυμίζουν άλλα πράγματα, οδυνηρά και σχεδόν γελοία: πως συμπιέστηκε λιγάκι το κεφάλι του δασκάλου, οι έξι σύντροφοι έγιναν τρεις, οι τρεις μισός, η πόλη ολόκληρη πέρασε σε ξένα χέρια, και τώρα τοκίζεται σ' ανθρώπους, που δεν είναι πια φίλοι, είτε έχουνε γεράσει, είτε στο μεταξύ αποβλακώθηκαν.
Δυο λόγια και για τη γραφή: Οποιοι γυρεύουν την παχυλή σαφήνεια, τους παραπέμπω στην ομολογία κάποιου που θυμωμένος φώναζε: Ο πιο σαφής άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου ήταν ο δεκανέας μου στον στρατό. Φυσικά αυτό δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα, δείχνει όμως ότι σε χρόνια δίσεχτα επιβάλλεται ίσως να τρυπάμε τις άδειες λέξεις στο κεφάλι με μια φουρκέτα, όπως έλεγε ο ποιητής. Εδώ που τα λέμε, σ' αυτό το τεύχος υπάρχει και αντίβαρο: λόγος καθαρός και βρώμικα πράγματα.
Και μια ανάμνηση, για να τελειώνουμε: τις πρώτες εφτά άφωνες μέρες της απόλυτης απομόνωσης, κατόρθωσα το ακατόρθωτο.
Εβγαλα από τον ψωραλέο πάγκο μου με τα νύχια τρεις πινέζες, τόσο πατημένες, που έλεγες ότι είχαν χωνέψει με το ξύλο (η άσκηση κράτησε έξι ώρες - τις έχω φυλαγμένες τις πινέζες αυτές για κειμήλιο). Οποιος νομίζει εύκολο τον πρώτο άθλο, ας δοκιμάσει τον δεύτερο: έβαλα ξανά στον άξονά του, δίχως να βγάλω το γυαλί, τον λεπτοδείχτη του ρολογιού μου (αυτό βάστηξε τρία μερόνυχτα).
Αληθινά ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα μου. Αλλά ένας θεός ξέρει πόσο μου αρέσουν τα Ελληνικά».
Ακολουθεί η κατάληξη από την «Επιστροφή», πρώτη επιφυλλίδα μετά την αποφυλάκιση, χρονολογημένη στις 18.12.1971:
«Ο χώρος πέρα από τις παλάμες και τα πέλματα, ο χρόνος ένα ποτάμι από αίμα και νερό. Δεν πρόκειται για ηρεμία, πολύ λιγότερο για κάθαρση. Ισως ένας άλλος βηματισμός, πιο αργός και πιο υπομονετικός. Η προσωπική εμπειρία έξω από τον κλειστό αυλόγυρό της. Ξανά λοιπόν με το μολύβι στο χέρι, ιχνογραφείς το πρόσωπο του Διαγόρα, που νίκησε στην Ολυμπία και έγινε φίλος σου: με μακριά μαλλιά, μυωπικά μάτια, μπλουτζίν και διπλό πουλόβερ. Κάνει κρύο τον χειμώνα, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια από τον Κολωνό ως τον Κορυδαλλό. Ο Διαγόρας και οι άλλοι, μαζεμένοι γύρω από τα μάτια τους, βυθισμένοι στη βάναυσή τους προσμονή, συλλογισμένοι μ' έναν άλλο τρόπο, γύρω από το πηγάδι της κοινής ελπίδας. Το δάχτυλο στο φιλιατρό».

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Κ.Π.Καβάφης Τρώες

Τρώες

Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ' επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.--

Είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ' αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ' έξω στεκόμεθα ν' αγωνισθούμε.

Αλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Ομως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ' αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ' η Εκάβη κλαίνε.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1905)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

K.Π.Καβάφη Απολείπειν ο θεός Αντώνιον

 Απολειπειν ο Θεος Αντωνιον

Σαν εξαφνα, ωρα μεσανυχτ', ακουσθει
αορατος θιασος να περνα
με μουσικες εξαισιες, με φωνες-
την τυχη σου που ενδιδει πια, τα εργα σου
που απετυχαν, τα σχεδια της ζωης σου
που βγηκαν ολα πλανες, μη ανοφελετα θρηνησεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που φευγει.
Προ παντων να μη γελασθεις, μην πεις πως ηταν
ενα ονειρο, πως απατηθηκεν η ακοη σου,
ματαιες ελπιδες τετοιες μην καταδεχθεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
σαν που ταιριαζει σε που αξιωθηκες μια τετοια πολι,
πλησιασε σταθερα προς το παραθυρο,
κι ακουσε με συγκινησιν, αλλ'οχι
με των δειλων τα παρακαλια και παραπονα,
ως τελευταια απολαυσι τους ηχους,
τα εξαισια οργανα του μυστικου θιασου,
κι αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που χανεις.