Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Νάσος Βαγενάς, Το πρόβλημα της μετάφρασης του ελεύθερου στίχου: Η ελληνική εμπειρία

Η ομιλία μου απορρέει από την αίσθησή μου ότι υπάρχει ένα πρόβλημα στις μεταφράσεις ποιημάτων στα ελληνικά τα τελευταία εξήντα χρόνια (δεν ξέρω αν το πρόβλημα είναι γενικότερο˙ αν υπάρχει και στις ξένες μεταφραστικές φιλολογίες). Η αίσθηση αυτή μού δημιουργήθηκε από μια παρατήρηση: διαβάζοντας τις μεταφράσεις στα ελληνικά των ποιημάτων σε ελεύθερο στίχο (αυτών που ονομάζουμε νεοτερικά ποιήματα) και συγκρίνοντάς τες με τις μεταφράσεις των έμμετρων ποιημάτων που γίνονταν κατά τις εποχές της έμμετρης ποίησης (δηλαδή πριν το 1930), διακρίνει κανείς μια ποιοτική πτώση της νεότερης μετάφρασης. Οι μεταφράσεις των "παραδοσιακών" έμμετρων ποιημάτων από "παραδοσιακούς" μεταφραστές είναι καλύτερες.
Παρότι η παρατήρηση του φαινομένου που προσπαθώ να περιγράψω πηγάζει από τις δικές μου απόψεις για τη μετάφραση της ποίησης, πιστεύω ότι η ύπαρξή του μπορεί να διαπιστωθεί και αντικειμενικότερα˙ από ανθρώπους, δηλαδή, που η μεταφραστική τους θεωρία δεν είναι η ίδια με τη δική μου, οι οποίοι θα εξέταζαν συγκριτικά τη μεταφραστική παραγωγή των δύο εποχών.
Ποια είναι τα στοιχεία που δείχνουν ότι όντως έχουμε μια πτώση της ποιότητας της ποιητικής μετάφρασης από την εποχή της εισόδου του μοντερνισμού στην Ελλάδα έως σήμερα; Πιστεύω ότι δε χρειάζεται να μιλήσουμε για στοιχεία αλλά για στοιχείο˙ για ένα γεγονός που, για όσους μελετούν προσεχτικά τα μεταφραστικά μας πράγματα, αποδεικνύει του λόγου μου το αληθές. Το γεγονός αυτό είναι η μείωση της ποιητικότητας των εν λόγω μεταφράσεων. Διαβάζοντάς τες αισθανόμαστε ότι είναι αναλογικά λιγότερο ποιητικές σε σύγκριση με το πρωτότυπό τους απ' όσο οι παλαιότερες μεταφράσεις της έμμετρης ποίησης.
Η αιτία αυτής της μείωσης της ποιητικότητας είναι, πιστεύω, το γεγονός ότι οι νεότερες μεταφράσεις είναι περισσότερο πιστές στο γράμμα του πρωτοτύπου απ' ό,τι οι παλαιότερες ― ότι δηλαδή οι μεταφραστές της εποχής του ελεύθερου στίχου ενδιαφέρονται ν' αποδώσουν πιστά τα σημαινόμενα των λέξεων πολύ περισσότερο απ' όσο ν' αποδώσουν πιστά και τη σχέση των σημαινομένων με τα σημαίνοντά τους, δηλαδή απ' όσο να μεταφράσουν ολόκληρη τη λέξη, όπως συνέβαινε με τους μεταφραστές της εποχής της έμμετρης ποίησης˙ και ακόμη ενδιαφέρονται ν' αποδώσουν πιστά τη σχέση του σημαινομένου μιας λέξης με τα σημαινόμενα των λέξεων που την περιβάλλουν περισσότερο απ' όσο ν' αποδώσουν πιστά τη σχέση ολόκληρης της λέξης με ολόκληρα τα συμφραζόμενά της. Θέλω να πω το εξής: προϋπόθεση (ή, αν θέλετε, αποτέλεσμα) της μεταφραστικής πρακτικής της εποχής της έμμετρης ποίησης ήταν η μετάφραση και της μορφής του στίχου και της μορφής του ποιήματος, πράγμα που δεν συμβαίνει ή συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό με τις μεταφράσεις της εποχής του ελεύθερου στίχου.
Αυτό είναι, πιστεύω, το κύριο χαρακτηριστικό των ποιητικών μεταφράσεων της δικής μας εποχής: ότι αναπαράγουν λιγότερο ― για την ακρίβεια, συμμεταφράζουν λιγότερο μαζί με το "περιεχόμενο" του ποιήματος (ή δεν συμμεταφράζουν καθόλου) ― το "περιέχον" του, τη μορφή του.
Ποιο είναι το αίτιο αυτής της παραμέλησης, ή καλύτερα της ατονίας της μορφής στο κείμενο της μετάφρασης; Πιστεύω ότι είναι το γεγονός πως η μορφή των ποιημάτων του ελεύθερου στίχου είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστεί απ' ό,τι η μορφή των έμμετρων ποιημάτων. Και είναι πιο δύσκολο, γιατί είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστεί ο ρυθμός τους.
Στην έμμετρη ποίηση ο ρυθμός ενός ποιήματος καθορίζεται ως έναν βαθμό από το μέτρο, το οποίο, παρότι βρίσκεται στην επιφάνεια, αποτελεί τη βάση του ποιήματος. Ο ποιητής έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το μέτρο με τέτοιον τρόπο, ώστε να διαμορφώσει μια κίνηση των στίχων που να υπερβαίνει την κίνηση του μετρικού τους βαδίσματος ― η οποία ωστόσο ποτέ δε χάνεται, αλλά είναι αισθητή μέσα στην πλουσιότερη κίνηση που η ίδια προκαλεί και η οποία είναι αποτέλεσμα της αρμονικής διάταξης του πλούτου των λέξεων και των φράσεων που περιέχουν οι στίχοι. Για να το πούμε απλούστερα: ο ρυθμός ενός ποιήματος είναι αποτέλεσμα της συνενέργειας τεσσάρων στοιχείων: α) του μετρικού ρυθμού των στίχων, β) του συντακτικού ρυθμού των φράσεων, γ) του προσωδιακού αποτελέσματος που παράγεται από τη συγχώνευση της ενέργειας που εκλύουν οι αποκλίσεις από τον μετρικό και τον συντακτικό ρυθμό, και δ) του λεκτικού πλούτου ―συγκινησιακού και ηχητικού― των φράσεων. Ο μετρικός ρυθμός είναι το συγχωνευμένο αποτέλεσμα της συνενέργειας της γενικής μορφής του μέτρου (λ.χ. ιαμβικό, τροχαϊκό) και της συγκεκριμένης χρήσης του σ' ένα ποίημα, η οποία καθορίζεται από τον αριθμό, τη θέση και την ένταση των μετρικών τόνων στους στίχους του. Οι αποκλίσεις του συντακτικού ρυθμού είναι αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκούν στη συντακτική τάξη των φράσεων οι ανάγκες του μετρικού ρυθμού. Ο ρυθμός λοιπόν των έμμετρων ποιημάτων εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής χρησιμοποιεί το μέτρο, από την ικανότητά του να επεξεργάζεται μία προϋπάρχουσα προσωδιακή τάξη.
Στην ποίηση του ελεύθερου στίχου αυτή η προϋπάρχουσα τάξη δεν υπάρχει. Ο ποιητής πρέπει να βρει τρόπο να συνθέσει τον ρυθμό του χωρίς αυτήν. 'Eχει την ελευθερία να κινήσει τη γλώσσα όπως θέλει. Επειδή όμως η ποίηση είναι λόγος ρυθμικός, η υπέρτατη μορφή της ρυθμικής χρήσης της γλώσσας (για να παραφράσω τον γνωστό ορισμό του I.A. Richards), ο ποιητής πρέπει μέσα από αυτήν την ελευθερία του να οικοδομήσει μια πειθαρχία, για την ακρίβεια μιαν αρμονία, που θα του επιτρέψει να συνθέσει έναν ρυθμό. Γιατί η ποίηση, όπως λέει και ο Σεφέρης, είναι αρμονικός λόγος, αρμονικός με την έννοια της εναρμόνισης όχι μόνο των συγγενικών και όμοιων στοιχείων του λόγου αλλά και των αντίθετων στοιχείων του: μια σύνθεση ομοφωνιών και αντιφωνιών που λειτουργεί με τον τρόπο μιας ρυθμισμένης συγχορδίας. Στην περίπτωση της ποίησης του ελεύθερου στίχου, όπου δεν υπάρχει η στήριξη του μέτρου (το οποίο είναι η συλλογική κωδικοποίηση ρυθμών πολλών ατομικών ποιητών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σε μια κοινωνία λιγότερο ανομοιογενή από τη δική μας), η συγχορδία αυτή λειτουργεί με τον τρόπο μιας ατομικής συναρμόνισης των στοιχείων, δηλαδή μιας συγχορδίας την οποία ο κάθε ποιητής πρέπει να συνθέσει μόνος του.
Είναι ο ρυθμός σ' ένα ποίημα ― τόσο της έμμετρης όσο και της ελεύθερης προσωδίας ― αυτό που μας δίνει τη σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή. Θα έλεγα τη γενική σφραγίδα της προσωπικότητάς του, ή, καλύτερα, τη σφραγίδα της γενικής προσωπικότητάς του. Γιατί βέβαια ούτε και τον ρυθμό του ελεύθερου στίχου θα πρέπει να τον φανταστούμε ως κάτι το απόλυτα ατομικό και προσωπικό, αφού ο ελεύθερος στίχος στην ουσιαστικότερη σύστασή του δεν μπορεί να παραχθεί χωρίς τη χρήση και ορισμένων στοιχείων της έμμετρης προσωδίας. Αυτό που είναι απόλυτα ατομικό και προσωπικό σ' ένα ποίημα και αποτελεί την ειδική σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή είναι η απόληξη του ρυθμού, που είναι ο τόνος του ποιήματος.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ποιητής του ελεύθερου στίχου για να δημιουργήσει τον ρυθμό του ποιήματός του (ο οποίος δεν μπορεί να παραχθεί, αν δεν στηρίζεται σε κάποιο είδος "μέτρου"), πρέπει να φτιάξει το δικό του μέτρο, το ατομικό του μέτρο, που είναι διαφορετικό από το μέτρο του έμμετρου στίχου, το οποίο είναι κάτι προϋπάρχον και κοινόχρηστο. Και επειδή το "μέτρο" του ελεύθερου στίχου είναι προσωπικό και όχι κοινόχρηστο, προϊόν ατομικής και όχι συλλογικής βούλησης, δηλαδή κάτι κατασκευασμένο ad hoc και όχι εκ των προτέρων, ο ρυθμός ενός ποιήματος σε ελεύθερο στίχο είναι δυσκολότερο να προσδιοριστεί ― και ως εκ τούτου να αναπαραχθεί κατά τη μετάφραση ― απ' ό,τι ο ρυθμός της έμμετρης ποίησης.
'Oπως λοιπόν μέτρο και ρυθμός δεν είναι το ίδιο στον έμμετρο ποιητικό λόγο (δύο ποιήματα γραμμένα με το ίδιο μέτρο δεν έχουν τον ίδιο ρυθμό), έτσι και στην ποίηση του ελεύθερου στίχου ο ρυθμός στηρίζεται σ' ένα είδος προσωδιακής οργάνωσης, η οποία δεν ταυτίζεται με την εξωτερική τάξη του στίχου (που είναι κυρίως η τάξη του συντακτικού ρυθμού του), αλλά είναι κάτι εσωτερικότερο˙ κάτι που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του στίχου και που απαιτεί αυξημένη ποιητική αντίληψη για να το προσδιορίσει κανείς. Για τον λόγο αυτό και ο ρυθμός του ελευθερόστιχου ποιήματος, ο οποίος απορρέει από αυτή την εσωτερικότερη τάξη, είναι δυσκολότερα προσδιορίσιμος από τον ρυθμό του έμμετρου ποιήματος.
Και όχι μόνο αυτό. Γίνεται δυσκολότερος και ο προσδιορισμός των στοιχείων που ενώνουν το ποίημα του ελεύθερου στίχου με τα ευρύτερα συμφραζόμενά του (μορφικά, εθνικά), με τα οποία το ποίημα συνδιαλέγεται τώρα μέσα από στρώματά του βαθύτερα από εκείνα μέσα από τα οποία διαλέγεται το έμμετρο ποίημα. Με άλλα λόγια, το ποίημα του ελεύθερου στίχου μεταφράζεται δυσκολότερα απ' ό,τι μεταφράζεται το έμμετρο.
Παρ' όλα αυτά ο ελεύθερος στίχος, επειδή δεν υπάρχει το ορατό μέτρο, μπορεί να μας δώσει την ψευδαίσθηση ότι είναι ευκολότερα μεταφράσιμος. Μας δίνει αυτήν την ψευδαίσθηση, γιατί μας κάνει να πιστέψουμε ότι ο ρυθμός του απορρέει μόνο από τη συντακτική του τάξη.
Αυτή η ψευδαίσθηση και η ενθαρρυνόμενη, εξαιτίας της απουσίας του μέτρου, πιστότητα προς τα σημαινόμενα των λέξεων, δηλαδή προς το γράμμα του ποιήματος, είναι, πιστεύω, εκείνο που έκανε τους μεταφραστές μας της νεοτερικής εποχής να μειώσουν το ενδιαφέρον τους για την πιστότητα προς το πνεύμα του. Και είναι, πιστεύω, η μείωση της πιστότητας προς το πνεύμα, εκείνο που επέφερε τη μείωση της ποιητικότητας στη νεοτερική μας μετάφραση και την ως εκ τούτου ποιοτική πτώση της.
Η σύγκριση των πριν το 1930 μεταφράσεών μας της ποίησης με τις μετά το 1930 μας οδηγεί σε ορισμένες παρατηρήσεις:
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η έμμετρη ποιητική μορφή υποχρέωνε τους μεταφραστές της πριν την εμφάνιση του μοντερνισμού εποχής να παίρνουν εκείνες τις μεταφραστικές πρωτοβουλίες που αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση της μετάφρασης της ποίησης. Καθώς ήταν αδύνατον να μείνουν πιστοί στα σημαινόμενα του πρωτοτύπου χωρίς να διαρρήξουν ή να μεταβάλουν το μέτρο του ― και συνεπώς και τον ρυθμό του ―, οι μεταφραστές αυτοί έκριναν απαραίτητο ότι έπρεπε να λυώσουν τα σημαινόμενα και να ξαναπλάσουν το λυωμένο υλικό με τα σημαίνοντα της δικής τους γλώσσας και με τα μετρικά δεδομένα της δικής τους ποιητικής παράδοσης. 'Eπρεπε δηλαδή, όταν η παράδοσή τους δεν περιείχε τη στιχουργική μορφή του πρωτοτύπου, να μεταφράσουν και τη μορφή του ποιήματος: να μεταπλάσουν το πρωτότυπο ποίημα σε μια μορφή της δικής τους παράδοσης αντίστοιχη με τη μορφή του πρωτοτύπου (η λέξη αντιστοιχία είναι εδώ σημαντική). Απεναντίας οι νεοτερικοί μεταφραστές (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν μεταφράζουν κατ' αντιστοιχίαν. Μεταφράζουν κατ' εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η κατ' εξωτερικήν πανομοιοτυπίαν μετάφραση των σε ελεύθερο στίχο ποιημάτων επέδρασε και στη μετάφραση των "παλαιών" έμμετρων ποιημάτων. 'Eτσι τα τελευταία εξήντα χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα των πριν το 1930 εποχών να μεταφράζονται σε ελεύθερο στίχο και ανομοιοκατάληκτα, με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι προηγουμένως και με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες (ενώ οι πριν το 1930 παρόμοιες μεταφράσεις συνήθως δήλωναν ότι είναι "κατά λέξη" και αποσκοπούσαν απλώς στην απόδοση του "περιεχομένου" του ποιήματος).
Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι την σε ελεύθερο στίχο μετάφραση των έμμετρων ποιημάτων στη νεοτερική εποχή φαίνεται να ενθαρρύνει και το γεγονός ότι οι ποιητές και οι μεταφραστές του ελεύθερου στίχου δεν είναι ασκημένοι στο να γράφουν σε έμμετρο στίχο. Αυτός είναι, πιστεύω, ο κύριος λόγος για τον οποίο αδυνατούν ή δυσκολεύονται να προσδιορίσουν την εσωτερικότερη προσωδιακή τάξη των ξένων ποιημάτων σε ελεύθερο στίχο. Είναι ευνόητο, άλλωστε, ότι δεν μπορεί κανείς να γράψει καλό ελεύθερο στίχο, αν δεν είναι σε θέση να γράψει καλόν έμμετρο.
Η τέταρτη παρατήρηση είναι η διαπίστωση ενός παράδοξου: ότι ο ελεύθερος στίχος, παρά την ελευθερία που έδωσε στην ποιητική προσωδία, κατέληξε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, σε μια συντηρητική μεταφραστική πρακτική, θα έλεγα σε μια μεταφραστική ανελευθερία, αφού αυτοπεριοριστική και στερητική είναι στη μετάφραση της ποίησης η πιστή προσκόλληση στο γράμμα.
Η σύγκριση λοιπόν της μεταφραστικής μεθόδου των παλαιότερων μεταφραστών με τη μέθοδο των νεότερων (για την ακρίβεια, με την έλλειψη μεθόδου των νεότερων) δείχνει ότι κάτι σημαντικό έχει συμβεί στην ιστορία της ελληνικής ποιητικής μετάφρασης. Κάτι που θα πρέπει να το μελετήσουμε. Τα όσα είπα παραπάνω είναι μία πρώτη προσπάθεια ανίχνευσης και περιγραφής του φαινομένου.
 Πρακτικά Ημερίδας ,Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης ,Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998

Ν. Βαγενάς, Λογοκλοπία και ποιητικός λόγος

Είναι δυνατόν να διαπραχθεί λογοκλοπή από ένα ποιητικό κείμενο γραμμένο σε μια ξένη γλώσσα; να κλέψει ένας Ιταλός ποιητής ένα ποίημα (ή από ένα ποίημα) ενός Αγγλου ποιητή, ή ένας Γερμανός το ποίημα ενός Ισπανού; Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Ρένος Αποστολίδης στο περιοδικό του Νέα Ελληνικά κατηγορούσε τον Γιώργο Θέμελη για λογοκλοπή από τον Πωλ Βαλερύ. Σε ένα κείμενό του, αποκαλυπτικό, όπως έγραφε, του εγκλήματος, αντιπαρέθετε στίχους του Γάλλου με στίχους του Ελληνα ποιητή ως αποδεικτικούς της κατηγορίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Τίμος Μαλάνος στο βιβλίο του Η ποίηση του Σεφέρη, μιλώντας για την επίδραση της ποίησης του Ελιοτ στην ποίηση του Σεφέρη, κατέληγε στη βεβαιότητα ότι ο Ελληνας ποιητής «δεν εδημιούργησε, αλλά μετέφερε στην [ποιητική] γλώσσα μας ένα καινούργιο γούστο». Αλλά και σήμερα η άποψη ότι η λογοκλοπή από ένα ξενόγλωσσο ποίημα είναι δυνατή θεωρείται από τους περισσότερους αυτονόητη, αν κρίνουμε από την ανάγκη ενός ποιητή να δώσει εξηγήσεις, επειδή κατηγορήθηκε ότι αντέγραψε στίχους ενός ξένου ποιητή.

Αναφέρομαι στο κείμενο «Περί “λογοκλοπής” και άλλων “ποιητικών αμαρτημάτων”» (που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Ποιητική ), με το οποίο ο εν λόγω ποιητής αντικρούει την κατηγορία ότι ένα μεγάλο μέρος ενός ποιήματός του αποτελείται από στίχους που αντέγραψε από ομότιτλη σύνθεση μιας Καναδέζας (αγγλόφωνης) ποιήτριας. Η αντίκρουση θα ήταν περιττή (ο απαντών λέει σε αυτήν τα αυτονόητα, για όσους γνωρίζουν τι ακριβώς είναι ο ποιητικός λόγος), αν η κατηγορία, που διατυπώθηκε από άνθρωπο ελάχιστα σχετικό με τα ποιητικά, δεν είχε απήχηση και δεν συζητιόταν σοβαρά στους λογοτεχνικούς κύκλους. Καθώς η υπόθεση έχει ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή θεωρήθηκε σοβαρή, θα προσθέσω στην απαντητική επιχειρηματολογία μερικές ακόμη (που θα έπρεπε κι αυτές να είναι αυτονόητες) παρατηρήσεις.

Τι εννοεί κανείς όταν πιστεύει πως ανακαλύπτει ότι ένας ποιητής αντέγραψε τους στίχους ενός ξενόγλωσσου ποιητή; Τι ακριβώς αντέγραψε ο θεωρούμενος λογοκλόπος; Είναι αναμφισβήτητο ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι διαφορετική από τη μη λογοτεχνική γλώσσα, επειδή η υφή της είναι διαφορετική. Μπορεί κανείς να αντιγράψει στη γλώσσα του την υφή ενός ξενόγλωσσου ποιητικού κειμένου;

Διαφορετική υφή της γλώσσας ανάμεσα σε ένα ποιητικό και ένα μη ποιητικό κείμενο σημαίνει ότι τα δύο αυτά κείμενα δεν είναι συντεθειμένα με τον ίδιο τρόπο και γι΄ αυτό λειτουργούν διαφορετικά. Διότι ενώ στο μη ποιητικό κείμενο το νόημα βρίσκεται στα σημαινόμενα των λέξεων, στο ποιητικό κείμενο το νόημα παράγεται από την αλληλοδιείσδυση και συγχώνευση των σημαινομένων με τα σημαίνοντά τους, από την συναίρεση του περιεχομένου των λέξεων με τη μορφή τους. Στην πρώτη περίπτωση η μορφή δηλώνει (παραπέμπει σε) μιαν έννοια· στη δεύτερη περίπτωση η έννοια και η μορφή της αλληλομεταβολίζονται συμπαράγοντας ένα διαυγές κράμα, στο οποίο η μορφή είναι συγχρόνως και περιεχόμενο και το περιεχόμενο είναι συγχρόνως και μορφή. Αυτό το κράμα, που ονομάζεται λογοτεχνικότητα και που μετατρέπει σε ποιητικές τις κοινόχρηστες λέξεις που συνθέτουν το ποιητικό κείμενο, είναι το νόημα- το πραγματικό νόημα- του ποιήματος, ένα νόημα που απορρέει από κάθε στοιχείο και πτυχή του ποιητικού κειμένου, όχι μόνο από τα σημαινόμενά του.

Πώς, λοιπόν, να κλέψεις ένα ποιητικό κείμενο από μια ξένη γλώσσα, αφού το μόνο που μπορείς να «κλέψεις» (να μεταφέρεις) από αυτό στη γλώσσα σου είναι τα σημαινόμενα των λέξεων και των φράσεών του, δηλαδή ένα μόνο στοιχείο της ποιητικής γλώσσας του, το οποίο από μόνο του δεν είναι ποιητικό; και τούτο γιατί κατά τη μεταφορά του στη γλώσσα του μεταφορέα του διαλύεται και χάνεται η ποιητικότητά του: η ακατάλυτη, αρμονική, στη γλώσσα του πρωτότυπου ποιήματος σχέση-ταύτισή του με το σημαίνον του, το οποίο στη γλώσσα του μεταφορέα είναι διαφορετικό. Και ακριβώς επειδή το στοιχείο των σημαινομένων ενός ποιήματος από μόνο του δεν είναι ποιητικό (είναι απλώς ένα από τα διάφορα στοιχεία- εξωκειμενικά και κειμενικά- τα οποία, συνθέτοντας, ποιητικοποιεί ένα ποίημα) η ιδιοποίησή του από έναν άλλο ποιητικό λόγο δεν αποτελεί κλοπή.

Δεν είναι λογοκλοπή, γιατί η εναρμόνιση του «κλοπιμαίου» σημαινομένου του ξένου ποιήματος με τα σημαίνοντα της γλώσσας του «υπεξαιρούντος» είναι μια πράξη δημιουργική, μια ποιητική πράξη. Διότι τα σημαινόμενα (αλλά και ολόκληρο το κείμενο) ενός ξενόγλωσσου ποιήματος δεν μπορούν να αποτελέσουν για έναν ποιητή παρά βιωματικό υλικό, εξίσου νόμιμο με το βιωματικό υλικό από το οποίο αντλεί για να γράψει τα ποιήματά του. Αλλά και η ίδια η μετάφραση ενός ποιήματος προϋποθέτει και μεταπλάθει ένα τέτοιο υλικό: Αν η μετάφρασή του είναι πραγματικά μετάφραση του ποιήματος, αν δηλαδή κατορθώνει να αναπλάσει το πρωτότυπο ποίημα, να αναπαραγάγει το ποιητικό νόημά του, τότε παύει να είναι μετάφραση, αποτελεί ποιητική δημιουργία. Γι΄ αυτό η βεβαιότητα του Μαλάνου ότι ο Σεφέρης μετέφερε στην ποίησή μας ένα ξένο ποιητικό γούστο βρίσκεται σε αντίφαση με την- σωστήάποψή του ότι οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη είναι από τα καλύτερα ποιήματά του.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ  14/11/2010