Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Η Ελληνική γλώσσα (εκπομπή Ριμέικ)

Ελύτης-Σεφέρης, δύο νόμπελ, δύο εποχές (εκπομπή Ριμέικ)

Ο.Ελύτης, Ομιλία κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ (Στοκχόλμη, 8/12/1979)


Κύριοι Ακαδημαϊκοί, κυρίες και κύριοι, ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας, επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί κι αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα. Δεν μιλάω για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα τη μεταφυσική τους σημασιολογία. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Οπως επίσης ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλουν το «θείο».
Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση. Οχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι». Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ισως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ισως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.
Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός ­ η μόνη ίσως οδός ­ προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.
Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στη βαθύτερη αλήθεια.
Πού λοιπόν βρίσκεται, σε έσχατη ανάλυση, η αλήθεια; Στη φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η Ποίηση, που εγείρεται στο σημείο όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του, για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσα ίσα εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης, όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.
Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μέσ' από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτήν τη γη.
Από τον Ηράκλειτο ως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα ως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το «δέσιμο» που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν», η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη πάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το Κάλλος ταυτίσθηκε με το Αγαθόν και το Αγαθόν με τον Ηλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που, όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους, τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους.
Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, θέλω να πω στο «εδώ» και στο «επέκεινα». Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μια «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην»; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η Ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέρα από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτήν την αναπνοή.
Πώς να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χέλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει:
Wozu Dichter in durftiger Zeit.
Οι καιροί, φευ, εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πώς αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα αν μας γίνονται αντιληπτά είναι χάρη στον ήλιο. Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, αν υπερβεί τα μέτρα καταντά «ύβρις». Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικό ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικό ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιά όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.
Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με τη χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στον βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μια ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνο από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ, αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. ­ χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι πάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.
Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα, δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον έναν τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε ­ προτού υπάρξει ο Μαλαρμέ στα ευρωπαϊκά γράμματα ­ να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο τοποθετείται ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον Τ. Σ. Ελιοτ έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι άλλοι μεγάλοι μας ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, προς το ένα ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήτανε να επωμισθούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέρα από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου-Ελληνα». Δεν μιλάω για επιτυχίες, μιλάω για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας.
Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πώς να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το είκοσι ή έστω το τριάντα τοις εκατό που απομένει ύστερα από τη μεταγλώττιση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι. Πάσχουμε από την έλλειψη κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτήν την έλλειψη, αν ανεβούμε την κλίμακα, σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.
Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Οταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.
Για τον ποιητή ­ μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές ­ η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση, όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.
Ομως όταν μιλάω για αισθήσεις, δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Ολες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποια οπτικής ή ακουστικής επαφής. Ολοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε, με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Ομηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Ρεμπό την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ενα κορίτσι που κρατάει έναν κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιοί σ' έναν πίνακα του Ματίς και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.
Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μια παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους Αρχαίους και μια άλλη από τους Μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.
Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μέσ' από τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί πάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.
Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας, παρ' όλ' αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας.
Βραβείο Νομπέλ 1979
εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-10-2000

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Γιώργης Γιατρομανωλάκης 'Σε ποιον τελικά ανήκει ο Ρίτσος"


 
«Το ΚΚΕ τιμά τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γ. Ρίτσου, προβάλλοντας πλατιά στο λαό και στη νεολαία την ανεκτίμητη προσφορά, με την Τέχνη του, στο λαϊκό κίνημα, συνυφασμένη με την αγωνιστική στάση ζωής. Αυτή η όσμωση είναι που αναβλύζει (sic) την τεράστια αφυπνιστική δύναμη του έργου του, που συνεγείρει σμιλεύοντας την εργατική συνείδηση ως την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης». Με αυτά τα ανελλήνιστα και χωρίς νόημα ελληνικά ανοίγει το Αφιέρωμά του ο «Ριζοσπάστης» (3/5/09) για να τιμήσει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ομως, για να ξεκινήσουμε από τα βασικά, όταν θέλουμε να δείξουμε τιμή και σεβασμό στον Ρίτσο (και σε κάθε ποιητή μας) που είχε ως κύριο, για να μην πω μοναδικό όπλο του τον απλό και συνάμα μουσικό, ευγενικό και πολύτροπο ελληνικό λόγο του, τότε καλό είναι, τουλάχιστον, να μην αναφερόμαστε στο έργο του με γλώσσα βάρβαρη και άξεστη.

Εν πάση περιπτώσει, καλώς έπραξε το ΚΚΕ (το όφειλε άλλωστε) να τιμήσει τον ποιητή και πολίτη Ρίτσο που όχι μόνο ύμνησε τους μεγάλους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού, αλλά έλαβε και ο ίδιος μέρος πάντα στην πρώτη γραμμή. Ωστόσο αυτή η «τιμή» που οι συντάκτες του Αφιερώματος απέδωσαν τελικά στον ποιητή καθόλου δεν είναι η οφειλόμενη και η δίκαιη. Οχι μόνο για την αθλιότητα των ελληνικών τους, ούτε επειδή πουθενά δεν θίγουν με σοβαρότητα και δεν στοχάζονται τα μεγάλα θέματα του εκτενούς και απείθαρχου έργου του Ρίτσου (θέματα ποιητικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά, ηθικά, ερωτικά, προσωπικά, υπαρξιακά κ.λπ.) αλλά κυρίως επειδή, για άλλη μια φορά, χρησιμοποιούν τον ποιητή σαν δήθεν «σπλάχνο των σπλάχνων» τους για να διαδώσουν την «αλήθεια» τους και να διασαλπίσουν μια «τίμια αντεπίθεση» ενάντια σε όσους «κακοποιούν», «βεβηλώνουν», «διαστρεβλώνουν», «παραμορφώνουν» το έργο του. «Εκατοντάδες σελίδες», αποφαίνεται το Αφιέρωμα, «σοβαροφανών αναλύσεων γράφτηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο ξένες προς τη σκέψη του ποιητή και τόσο ανάξιες του διαμετρήματός του, ώστε να αποτελούν κυριολεκτικά βεβήλωση».

Δυστυχώς αυτοί οι «ορθόδοξοι» εκτιμητές και ανατόμοι του έργου του Ρίτσου ούτε ονόματα των «σοβαροφανών» και «βέβηλων» μάς δίνουν, ούτε (το χειρότερο) μας προσφέρουν μια στοιχειώδη βιβλιογραφία του γούστου και της έγκρισής τους, έτσι, να φωτιστούμε κι εμείς. Αντίθετα, όπως συνήθως γίνεται σε αυτού του είδους τις καταγγελίες, αναφέρονται γενικά και αόριστα άνθρωποι «με πανεπιστημιακές, συγγραφικές αλλά και αριστερές περγαμηνές, ορισμένοι από τους οποίους είχαν την τύχη να συνεργαστούν με τον ποιητή»(!). Κοντολογίς δηλαδή και με βάση την ατσάλινη λογική του συντάκτη αυτού του κειμένου, κάποιοι από τους βέβηλους, θρασύδειλους παραχαράκτες και σοβαροφανείς αναλυτές «συνεργάστηκαν» με τον ποιητή. Αλλά τότε και ο ποιητής «συνεργάστηκε» με αυτά τα υποκείμενα, πράγμα που σημαίνει, σύντροφοι, πως και ο ποιητής δεν είναι εντελώς αθώος... Ετσι δεν είναι;

Προφανώς και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σε αυτού του τύπου τη λογική. Δεν χρειάζεται να «πούμε περισσότερα. Καταλαβαινόμαστε...». Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται για κάθε τίμιο αναγνώστη αυτού του Αφιερώματος είναι το εξής. Αλήθεια, αυτή είναι όντως η «σκέψη» και το «διαμέτρημα» του Ρίτσου, όπως θέλουν να μας δείξουν οι συντάκτες του; Οτι λ.χ. η Σονάτα δεν περιέχει και «στοιχεία αυτοεξομολόγησης», δεν είναι και « υπαρξιακό ποίημα με κυρίαρχα τα μοτίβα της φθοράς και του θανάτου» αλλά είναι σκέτα ένα ποίημα «αντινομιών» που ο Ρίτσος τις κάνει «να ξεπερνιούνται και να λύνονται στο υψηλό επίπεδο των θέσεων του διαλεκτικού υλισμού»; Γιατί αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε και οι λοιπές μεγάλες, όμορες και συγγενείς συνθέσεις της ΤέταρτηςΔιάστασης μαζί και η Ελένη (κυρίως αυτή) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απελπισμένη προσπάθεια ενός ποιητή να μας πείσει με εκατοντάδες στίχους πως οι «αντινομίες» λύνονται με τον «υψηλό διαλεκτικό υλισμό». Με αυτή την «κριτική» οι εκατό ποιητικές συλλογές του Ρίτσου, τα εννέα μυθιστορήματά του (αυτά πια!), τα τέσσερα θεατρικά έργα του, οι μελέτες και οι μεταφράσεις τους, οι επιστολές του, όλα αυτά γράφτηκαν για να περάσουν μέσα από την τρύπα μιας στρεβλής κομματικής βελόνας!

Ολα τα πρόσεξαν οι άνθρωποι της αντεπίθεσης και της κάθαρσης. Τα ποιήματα, τις γλυκερές «αναλύσεις» κι ας καταδικάζουν ασύστολα τις πολιτιστικές «ψευτο-ευαισθησίες» των άλλων. Πρόσεξαν και τις φωτογραφίες. Αλλά παρά ταύτα έγινε το μοιραίο λάθος. Οχι τα λεκτικά, εκφραστικά, λογικά και ερμηνευτικά σφάλματα (θανάσιμα για τους ποιητές) αλλά γιατί τους παραπλάνησαν δυο φωτογραφίες του ποιητή. Μάλιστα. Αυτός ο δόλιος ποιητής (ελπίζω να εννοήσουν τι εννοώ οι συντάκτες του Αφιερώματος) εμφανίζεται δύο φορές, μία στο εξώφυλλο του Αφιερώματος και μία μέσα, να κάθεται πάνω στις κροκάλες της ακρογιαλιάς. Στη μια μας κοιτάζει χαμογελαστός, ανέμελος και ωραίος, με φόντο τη θάλασσα, στην άλλη σκυμμένος δουλεύει τις πέτρες. Φορά και στις δύο ασπρογάλανα καπιταλιστικά σνίκερς! Επιτρέπεται κάτι τέτοιο σ΄ έναν ποιητή του «υψηλού διαλεκτικού υλισμού»; Το βρίσκω εκζητημένο και κανονικά δεν θα έπρεπε αυτές οι φωτογραφίες να βρίσκονται στο Αφιέρωμα. Είναι παντελώς έξω από το όλον επαναστατικό κλίμα...

Ειλικρινά δεν ειρωνεύομαι. Ούτε θέλω να δώσω ονόματα σε πράγματα και πρόσωπα, αλλά σκέφτομαι, καθώς περιδιαβάζω άλλη μια το Αφιέρωμα, μήπως τελικά έχουν δίκιο οι συντάκτες του; Μήπως δηλαδή κάνει λάθος η Προκοπάκη, ο Αργυρίου, ο Πρεβελάκης, ο Μαρωνίτης, ο Σαββίδης, ο Πήτερ Μπήαν, ο Ε. Κήλυ, οι νέοι λαμπροί μελετητές του ποιητή, οι διατριβές, οι σοβαρές μελέτες και τα άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, όλοι εκείνοι που δεκαετίες τώρα μοχθούν να βγάλουν τον ποιητή από τη σιωπή και να δείξουν την τέχνη του και τα μεγάλα θέματα που τον απασχολούν, μήπως δηλαδή όλοι αυτοί κάνουν λάθος, βέβηλοι συνάμα και παραχαράκτες, και έχει δίκιο η κυρία Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ; Λέτε;

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.(εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ 17/5/2009 )

Τζιόβας Δ Λογοτεχνία και νεωτερικότητα


Τι είναι η νεωτερικότητα στη λογοτεχνία; Ορίζεται ως πειραματισμός, εκσυγχρονισμός, παραβατικότητα, ως το αντίθετο της παράδοσης, ως διαρκής υπέρβαση; Είναι το ειδοποιό της στοιχείο η μέριμνα για τις τροπικότητες και τις δυνατότητες της γλώσσας; Τα τελευταία χρόνια έχω την αίσθηση ότι γίνεται κατάχρηση της λέξης «νεωτερικός» στο χώρο της μελέτης της λογοτεχνίας (ιδιαίτερα της πεζογραφίας) με τις αναφορές σε «νεωτερική ποιητική», «νεωτερική τεχνική», «νεωτερική γραφή» ή «νεωτερική πεζογραφία», χωρίς να διευκρινίζεται αν με τον όρο νοείται κάτι νέο, πρωτοποριακό, μοντέρνο, μοντερνιστικό ή ακόμη και μεταμοντέρνο. Σε λίγες μέρες μάλιστα διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη ολόκληρο συνέδριο με θέμα: «Η νεωτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα».

Η νεωτερικότητα μπορούμε να πούμε ότι καταστέλλει την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, αντιπαραβάλλοντας στη διάρκειά της τους στιγμιαίους «κραδασμούς», θρυμματίζοντας την ενότητα του υποκειμένου και προκαλώντας κρίση στις αφηγηματικές μορφές αναπαράστασης. Μπορεί ως αισθητική κατηγορία η νεωτερικότητα να παραπέμπει σε μια ιδιαίτερη αίσθηση του χρόνου ή ως όρος modernite να εισάγεται το 1845 σε ένα δοκίμιο του Μπωντλαίρ για τον ζωγράφο Constantin Guys, όπου ορίζεται ως κάτι το εφήμερο, το φευγαλέο και το απρόβλεπτο, ωστόσο δεν είναι τόσο ιστορικά προσδιορισμένη όσο στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας όπου θεωρείται ότι αρχίζει με τον διαχωρισμό χρόνου και χώρου ως ξεχωριστών κατηγοριών.

Και εκεί βέβαια ο ορισμός της ποικίλλει καθώς συνδέεται πότε με την εκβιομηχάνιση, την εκκοσμίκευση, την ορθολογικοποίηση (Μαξ Βέμπερ), τη δυναμική του κεφαλαίου (Μαρξ) ή το «ατελές εγχείρημα» του Διαφωτισμού (Χάμπερμας), πότε αντιδιαστέλλεται προς το θρησκευτικό φονταμενταλισμό, άλλοτε συγχέεται με τον εκσυγχρονισμό (modernization), ενώ τελευταία γίνεται λόγος και για «μετα-αποικιακές αντινεωτερικότητες» (Βhabha) ή για «ρευστή νεωτερικότητα» (Βauman). Παρ΄ όλα αυτά η νεωτερικότητα ως κοινωνιολογική κατηγορία φαίνεται πιο ιστορικά καθορισμένη από ό,τι στο χώρο της αισθητικής ή της λογοτεχνίας.

Στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής η χρήση των όρων «νεωτερικότητα» και «νεωτερικός» πάσχει από ασάφεια και μπορεί να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό μιας πληθώρας κειμένων ως νεωτερικών με το πρόσχημα ότι μπορεί να ανιχνευθούν σε αυτά ψήγματα πειραματισμού, πρωτόγνωροι αφηγηματικοί τρόποι και εν γένει κάθε είδους μοντέρνα ψιμύθια. Η νεωτερικότητα έτσι ανάγεται σε μια χαλαρή και διευρυμένη αισθητική κατηγορία η οποία μπορεί να φέρει κοντά τον Μητσάκη με τον Πεντζίκη, τον Παπαδιαμάντη με τον Χειμωνά και τον Ροΐδη με τον Σωτήρη Δημητρίου ή να χωρέσει ακόμη και την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα. Ενίοτε μάλιστα χρησιμοποιείται και η έννοια της προ-νεωτερικότητας ή του πρωτο-μοντερνισμού για να αποσπασθούν κάποιοι συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα από τα παραδοσιακά σχήματα της ηθογραφίας.

Σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου τα λογοτεχνικά ρεύματα ήταν επείσακτα ή διαθλαστικά μεταφερμένα, η έννοια της λογοτεχνικής νεωτερικότητας αποδεικνύεται ιδιαίτερα βολική και περιεκτική για να αγκαλιάσει κάθε μορφή πειραματισμού και να βαφτιστεί «νεωτερική» κάθε μορφική ιδιοτροπία. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβάλλει τελικά στο να κατανοήσουμε τις λογοτεχνικές εξελίξεις ή να διακρίνουμε ρεύματα (ρεαλισμός, μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός), με αποτέλεσμα να επιτείνεται η σύγχυση. Ούτε μας βοηθάει να εκτιμήσουμε την τοπική δεκτικότητα, τις πολιτισμικές αντιστάσεις ή τις ιδεολογικές στρεβλώσεις. Μπορούμε να χαρακτηρίζουμε σχεδόν τα πάντα νεωτερικά; Αποτελεί η νεωτερικότητα μια ανεξάντλητη και υπερβατική ιδιότητα; Αν το νεωτερικό παραπέμπει σε κάτι το εισαγόμενο, με τι μέτρα, ιθαγενή ή αλλότρια, θα κρίνουμε τελικά το νεωτερισμό του;

Ποια είναι η σχέση μοντερνισμού και νεωτερικότητας στο χώρο της λογοτεχνίας, δεδομένου ότι υπάρχουν πτυχές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού που αποθεώνουν την ταχύτητα, την τεχνολογία ή την υπερβολή και άλλες που ρέπουν προς το συντηρητικό Αγγλικανισμό (Ελιοτ) ή τις χθόνιες δυνάμεις του μύθου (Ντ. Χ. Λώρενς); Νεωτερικότητα και αντι-νεωτερικότητα δηλαδή συνυπάρχουν στον μοντερνισμό; Είναι επίσης η νεωτερικότητα ένα διαχρονικό γνώρισμα που συνδέει μοντερνισμό και μετα-μοντερνισμό; Μήπως η έμφαση σε μια απροσδιόριστη και γενική νεωτερικότητα οδηγεί σε ένα νέο φορμαλισμό;

Ετσι που χρησιμοποιείται στα ελληνικά η νεωτερικότητα, έχω την εντύπωση ότι υπονομεύει την ιστορικότητά της. Αν η νεωτερικότητα δεν έχει ιστορικά όρια, περιόδους, φάσεις και τάσεις, τότε αναδεικνύεται σε μια υπεριστορική κατηγορία που υπερβαίνει καλλιτεχνικά ρεύματα και ισοπεδώνει ιστορικές διαφορές. Πάσχοντας από ένα σύνδρομο πολιτισμικής καθυστέρησης ή υστέρησης, οι έλληνες κριτικοί και μελετητές τείνουν ως αντίδοτο σε αυτό το αίσθημα μειονεξίας να γενικεύουν αδιάκριτα την απόδοση του χαρακτηρισμού «νεωτερικό» σε κείμενα, παραποιώντας έτσι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και λογοτεχνικές εξελίξεις. Μήπως σε αυτή την περίπτωση θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για νεωτερικότητα των αναγνωστών παρά των συγγραφέων, δηλαδή νεωτερικότητα που την ανακαλύπτουν ή την προσδίδουν εκ των υστέρων οι αναγνώστες χωρίς να την έχουν προσχεδιάσει οι συγγραφείς με την ένταξή τους σε κάποιο πρωτοποριακό ρεύμα;

Η έννοια της νεωτερικότητας προϋποθέτει πάντα μια συγκροτημένη αντίληψη περί παράδοσης, την οποία αντιμάχεται. Επομένως, αν θέλουμε να οριοθετήσουμε χρονικά τη νεωτερικότητα στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, θα πρέπει να δούμε πότε συγκροτείται ένας ισχυρός λόγος περί λογοτεχνικής παράδοσης. Πότε δηλαδή προκύπτει η παράδοση ως έννοια ή ιδεολόγημα; Ιστορικοποιώντας την παράδοση, ιστορικοποιούμε και τη νεωτερικότητα. Αλλωστε και οι δύο συνιστούν μορφές ιστορικής αντίληψης του χρόνου.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας. (εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ 15/3/2009)

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Νίκος Καρούζος "Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα"

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.
Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.
Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα...

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Ελισάβετ Κοτζιά Κάλβου, αυτοχειρίας εγκώμιον


Μοιάζει με αναπόδραστη συνθήκη. Οι ενδοστρεφείς, πλαγιοδρομικοί, γριφώδεις στίχοι του Ανδρέα Κάλβου αντιστέκονται σθεναρά στις ερμηνευτικές απόπειρές μας. Παρά την αδιάλειπτη κριτική παραγωγή δεν κατορθώνουμε να προσδιορίσουμε το σκοτεινό μυστήριο της απροσμέτρητης βαρύτητάς τους. Η γενετική προσέγγιση επομένως, η πλαισίωσή τους, οι πολιτισμικές, πνευματικές και πολιτικές συντεταγμένες τους, η ανασυγκρότηση του κόσμου της παιδείας, της ιδεολογίας, των ηθικών και αισθητικών προταγμάτων του δημιουργού, αποτελούν γόνιμους τρόπους για τον εντοπισμό των στιβάδων της καταγωγής τους. Προηγήθηκαν δύο εμβληματικές (όχι ταυτόσημες ως προς τις θέσεις τους) μελέτες: «Τα θαυμάσια νερά Ανδρέας Κάλβος» (2011) στην οποία η Αθηνά Γεωργαντά δέχεται πως ο Ζακύνθιος ποιητής δεν ανήκει μεν σε κανέναν από τους διαμορφωμένους κύκλους των νεότερων ελληνικών γραμμάτων, συνδέεται όμως με τις νεοτερικές προτάσεις του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, με τον βυρωνισμό και με την ιδεολογική διδασκαλία των καρμπονάρων. Και το βιβλίο «Στον δρόμο για τις πατρίδες» (2010) στο οποίο ο Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης εξερευνά τα ιταλικά και βρετανικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία βρέθηκε ο Κάλβος στη μεταναπολεόντειο περίοδο, παρακολουθώντας τα οράματα της παλιγγενεσίας. Στη νέα του εργασία «Απολογία της αυτοκτονίας. Ενα “αφελές” κείμενο του Ανδρέα Κάλβου» (Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, σελ. 237), με ανάλογα μεθοδολογικά εργαλεία, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης φωτίζει το ιταλόφωνο, αποδιδόμενο στον Κάλβο, κείμενο υπεράσπισης της αυτοχειρίας που γράφτηκε πριν από το 1820, είδε το φως σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα και μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1937.
«Αφελές» κείμενο. Πράγματι, διαβάζοντας την «Απολογία», η τεκμηρίωση μοιάζει φτωχή. Στη μεσοπολεμική ακαδημαϊκή κοινότητα (Ζώρας, Τωμαδάκης) προκάλεσε αμηχανία. Υπέρ της αυτοκτονίας ο εθνικός μας ποιητής; Τα επιχειρήματά του κρίθηκαν άνευ ενδιαφέροντος κι επομένως ανάξια ανασκευής. Αντιθέτως η κριτική, ο αισθητιστής Δημήτριος Καπετανάκης και ο υπερεαλιστής Νικόλας Κάλας, φάνηκε να την κατανοούν υπογραμμίζοντας την παραλληλία της με το αίσθημα απόγνωσης και της κυριαρχίας του θανάτου στην καλβική ποίηση. Η ανταλλαγή απόψεων έγινε βέβαια μέσα στο τεταμένο κλίμα ανάμεσα στους υπέρμαχους της αισιοδοξίας και στους πεισιθάνατους υπερασπιστές του Καρυωτάκη.
Προσεγγίζοντας ωστόσο το κείμενο με τα μάτια στραμμένα στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και ανατοποθετώντας το μέσα σε έναν, όχι υπαρξιακό αλλά πολιτικοκοινωνικό ορίζοντα, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης επιφυλάσσει στην «Απολογία» έναν καινούργιο ρόλο. Πρόκειται για τη συμμετοχή του Κάλβου σε μια από τις μεγάλες συζητήσεις του καιρού του. Μέσα στα κοινωνικοϊδεολογικά συμφραζόμενα του εκπνέοντος 18ου αιώνα, το δικαίωμα στην αυτοχειρία είχε αναδειχθεί σε κομβικό ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στην ελεύθερη διανόηση και στην απολυταρχία, ανάμεσα στις αυτονομούμενες κοσμικές δυνάμεις και την αναδιπλούμενη Εκκλησία. Αντιμετωπίστηκε ως πατριωτική χειρονομία, ως διαμαρτυρία απέναντι στην τυραννία, ως διεκδίκηση της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, ως εκδήλωση του αυτεξούσιου του ανθρώπου έναντι του Θεού ως απόλυτου ρυθμιστή στο δικαίωμα της ζωής και του θανάτου. Η εκκλησιαστική αυθεντία κλονίστηκε, η ζωή έπαυσε να θεωρείται αξία μυστική και η αυτοχειρία αποδεσμεύθηκε από την αμαρτία. Η υπεράσπιση της αυτοκτονίας σηματοδότησε το πέρασμα από την προνοιακή αντίληψη της ιστορίας στην κριτική συνείδηση του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τον μελετητή, η καλβική νομιμοποίηση της αυτοκτονίας δεν εντάσσεται στην βερθερικού τύπου απελπισμένη ρομαντική μελαγχολία. Στη γραμμή του Φώσκολου και του Αλφιέρι αλλά όχι μόνον, παραπέμπει αντιθέτως στην πολιτική και πατριωτική χειραφέτηση, κι επίσης στη διεκδίκηση της αρετής και στην έννοια του χρέους.
εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8/4/2012





Παντελή Μπουκάλα Η παρανάγνωση της ποίησης και η γλωσσολαλία

Συμβαίνει κι αυτό με τους ποιητές: Να παραναγνώσουμε κάποια στιγμή έναν στίχο τους και να αναγνωρίζουμε πια σαν νοηματικά δικαιωμένο και σωστό το λαθεμένο, που επιβλήθηκε με τη συνεχή χρήση του σε αυτό που όντως εννοούσε ο ποιητής. Συνηθισμένο παράδειγμα η αλλοίωση που υπέστη μελοποιούμενη η «Αρνηση» του Σεφέρη. Στη στροφή: «Με τι καρδιά, με τι πνοή, / τι πόθους και τι πάθος / πήραμε τη ζωή μας· λάθος! / κι αλλάξαμε ζωή», η μουσική του Θεοδωράκη δεν μπόρεσε να «διαβάσει» και να αποδώσει την κρίσιμη άνω τελεία, που χάθηκε. Κι όλα άλλαξαν. Πολύ πιο σοβαρά γίνονται όμως τα πράγματα, γιατί δεν εξαντλούνται στο φιλολογικό πεδίο, όταν μετράμε έναν ποιητικής τάξεως ισχυρισμό σαν θέσφατο κοινωνικοπολιτικής ισχύος, όταν θεωρούμε πως ένα λογοτεχνικό «επιχείρημα» δεν είναι τίποτα λιγότερο από αναμφισβήτητη μαθηματική ταυτότητα. Δώσαμε κάποτε (και θα συνεχίσουμε να δίνουμε, ό,τι διαφορετικό κι αν γραφτεί), αξία νόμου της Φυσικής ή της Ιστορίας στον ποιητικό ισχυρισμό του Καβάφη που διατυπώθηκε στο «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής»: «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός - / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν». Το ότι η αξία του αίνου είναι σχετική, αφού γράφτηκε (α) κατά παραγγελίαν, (β) από σοφιστή «ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθέντα» στην αυλή, άρα υπόχρεο, και (γ) «τη υποδείξει Σύρων αυλικών», επίσης υποχρεωμένων, άρα και κολάκων, δεν εμποδίζει τον εθνικό ναρκισσισμό μας να πιάσει το τροπάριο της μοναδικότητας.
Με το άλλο του χέρι ο ναρκισσισμός μας κρεμιέται από το στίχο του Ελύτη στο «Αξιον Εστί»: «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική». Αποσπώντας το στίχο από ό,τι τον προϋποθέτει και ό,τι τον υποστυλώνει, βγάζοντάς τον έξω από την αλυσίδα που επιχειρεί να φτιάξει ο ποιητής με κρίκους τον Ομηρο, τις ψαλμωδίες και τον Εθνικό Υμνο, τον χρησιμοποιούμε κατά κόρον, και πάντοτε με ύφος υπεροπτικό απέναντι στους άλλους που τάχα δεν «τους έδωσαν» τη γλώσσα τους. Γιατί, είτε το εννοούσε ο Ελύτης είτε όχι, οι περισσότεροί μας, καθοδηγημένοι από την επίσημη ιστορία και την κυρίαρχη περί έθνους ιδεολογία, καταλάβαμε ό,τι θέλαμε να καταλάβουμε, ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει τη φυλετική μας φιλαυτία. Το «μού έδωσαν», είτε μαγικής είτε θεολογικής τάξεως το πούμε, διευκολύνει το σχηματισμό της εντύπωσης πως η ελληνική, ξεχωριστή, κείται εκτός Ιστορίας, σε κάποιο αόριστο Υψηλό, απ’ όπου παραδίδεται τελετουργικά σε κάθε νέα φουρνιά χρηστών. Και παραδίδεται ήδη τελειωμένη, και τέλεια, σαν να μη χρειάζεται την επινοητικότητα άλλων ομιλητών και γραφιάδων. Ακόμα κι αν ο Ελύτης εννοούσε το πολύ απλό, ότι τη γλώσσα μας (την ελληνική σ’ εμάς, την τουρκική στα Τουρκόπουλα, τη γαλλική στα Γαλλάκια) μάς τη δίνουν οι φυσικοί και πνευματικοί γονείς μας, οι γιαγιάδες κι οι παππούδες με τα νανουρίσματα και τα παραμύθια τους, οι πρώτες παρέες, το σχολείο κτλ., η κατάχρηση του στίχου από συγκεκριμένο τμήμα του πολιτικοπνευματικού φάσματος, και πάντοτε με το νόημα της θεόθεν (ενίοτε και ουφόθεν) παράδοσης της ελληνικής στους χρήστες της, έπνιξε σαν ζιζάνιο το ποίημα. Και είτε για τον Καβάφη πρόκειται είτε για τον Ελύτη, πρέπει πια να ψάξουμε βαθιά στο παλίμψηστο, να πάμε κάτω από τις επάλληλες στρώσεις των σκόπιμων παραναγνώσεων και των ιδεολογικών λαθραναγνώσεων, ώστε να βρούμε την αρχή: το κείμενο.
Αυτό ακριβώς το μεταλλαγμένο «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική» ήρθε αυτόματα στη μνήμη όταν πρωτάκουσα ένα τραγούδι που ξεκινάει με το στίχο «Η γλώσσα που μού δώσατε μελώδησε στο στόμα» και τιτλοφορείται «Γλωσσολαλιά», με τον τόνο στη λήγουσα. Τέτοια λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα· ουδείς δικαιούται να εμποδίσει τη γλωσσοπαραγωγή, αρκεί η νέα λέξη να έχει διακριτό νόημα, να κρίνεται επικοινωνιακώς αναγκαία (να μην υπάρχουν δηλαδή ήδη αρκετά συνώνυμά της) και να τηρούνται στο σχηματισμό της οι κανόνες της ελληνικής. Γλωσσολαλία (εκ του γλώσσα + λαλέω), παροξύτονη, υπάρχει, τη μάθαμε στα Θρησκευτικά. Είναι η εξ επιφοιτήσεως ικανότητα των Αποστόλων να μιλούν γλώσσες που δεν τις κατείχαν: «Και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της Πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό. Και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ού ήσαν καθήμενοι· και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών. Και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξεις Αποστόλων, 2, 1-4). Εδώ μπαίνουμε στον πειρασμό να υποθέσουμε ότι η επιφοίτηση υπήρξε ένα φαινόμενο άπαξ ή ότι καλοί κι ευλογημένοι χριστιανοί ήταν μόνο οι της πρώτης γενιάς, γιατί δυστυχώς ουδέποτε έλειψε στον κόσμο η ανάγκη για μεταφραστές και κατόπιν για φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Εν πάση περιπτώσει, η «γλωσσολαλία» κατ’ επέκταση σημαίνει την παραγωγή ακατάληπτου λόγου σε κατάσταση έκστασης. Στη δημοφιλή Βικιπαίδεια πάντως τονίζουν στη λήγουσα: «Ο όρος γλωσσολαλιά αναφέρεται σε μια πνευματική κατάσταση κατά την οποία έχουμε εκφορά ακατανόητων φραστικών διατυπώσεων ως τμήμα θρησκευτικής πρακτικής, στη διάρκεια έντονης θρησκευτικής διέγερσης».
Τι είναι όμως η «γλωσσολαλιά» του τραγουδιού; Η «γλωσσολαλία» επί το δημοτικότερον ή μια προσπάθεια παράκαμψής της, για να μη μας μπερδέψουν με τους Πεντηκοστιανούς; Τότε όμως είναι πιθανό να μας μπερδέψουν με άλλους που ίσως τους εχθρευόμαστε πολιτικά, λ.χ. με όσους κηρύσσουν υπό τον τίτλο «Ελλήνων η θεϊκή γλωσσολαλιά»: «Το ελληνικό έθνος που υπήρξε αναντίρρητα ο ιδρυτής του ανθρωπίνου πολιτισμού παρέλαβε το θείο δώρο της λαλιάς και το πήγε πολλά βήματα εμπρός σηματοδοτώντας τη διάκριση των εννοιών όταν τα άλλα έθνη χρησιμοποιούσαν περιορισμένο λεξιλόγιο και κοινούς τόπους για διαφορετικές εκφράσεις» (εφημ. «Στόχος» της Χρυσής Αυγής, 8.2.2012). Αλλά επειδή το τραγούδι έγινε ήδη κάτι σαν εθνογλωσσικός ύμνος και προβάλλεται έντονα από τους υπερέλληνές μας, θα μας απασχολήσει και πασχαλιάτικα. Ως τότε, ας εκκρεμεί το ερώτημα: Τι σημαίνει, στο πεδίο της γραμματικής επιτέλους αλλά και της ιδεολογίας, το ότι η γλώσσα μας «φεγγάριασε τη σκοτεινιά ξένων λαών και τόπων»;
εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8/4/2012