Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Ελισάβετ Κοτζιά Κάλβου, αυτοχειρίας εγκώμιον


Μοιάζει με αναπόδραστη συνθήκη. Οι ενδοστρεφείς, πλαγιοδρομικοί, γριφώδεις στίχοι του Ανδρέα Κάλβου αντιστέκονται σθεναρά στις ερμηνευτικές απόπειρές μας. Παρά την αδιάλειπτη κριτική παραγωγή δεν κατορθώνουμε να προσδιορίσουμε το σκοτεινό μυστήριο της απροσμέτρητης βαρύτητάς τους. Η γενετική προσέγγιση επομένως, η πλαισίωσή τους, οι πολιτισμικές, πνευματικές και πολιτικές συντεταγμένες τους, η ανασυγκρότηση του κόσμου της παιδείας, της ιδεολογίας, των ηθικών και αισθητικών προταγμάτων του δημιουργού, αποτελούν γόνιμους τρόπους για τον εντοπισμό των στιβάδων της καταγωγής τους. Προηγήθηκαν δύο εμβληματικές (όχι ταυτόσημες ως προς τις θέσεις τους) μελέτες: «Τα θαυμάσια νερά Ανδρέας Κάλβος» (2011) στην οποία η Αθηνά Γεωργαντά δέχεται πως ο Ζακύνθιος ποιητής δεν ανήκει μεν σε κανέναν από τους διαμορφωμένους κύκλους των νεότερων ελληνικών γραμμάτων, συνδέεται όμως με τις νεοτερικές προτάσεις του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, με τον βυρωνισμό και με την ιδεολογική διδασκαλία των καρμπονάρων. Και το βιβλίο «Στον δρόμο για τις πατρίδες» (2010) στο οποίο ο Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης εξερευνά τα ιταλικά και βρετανικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία βρέθηκε ο Κάλβος στη μεταναπολεόντειο περίοδο, παρακολουθώντας τα οράματα της παλιγγενεσίας. Στη νέα του εργασία «Απολογία της αυτοκτονίας. Ενα “αφελές” κείμενο του Ανδρέα Κάλβου» (Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, σελ. 237), με ανάλογα μεθοδολογικά εργαλεία, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης φωτίζει το ιταλόφωνο, αποδιδόμενο στον Κάλβο, κείμενο υπεράσπισης της αυτοχειρίας που γράφτηκε πριν από το 1820, είδε το φως σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα και μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1937.
«Αφελές» κείμενο. Πράγματι, διαβάζοντας την «Απολογία», η τεκμηρίωση μοιάζει φτωχή. Στη μεσοπολεμική ακαδημαϊκή κοινότητα (Ζώρας, Τωμαδάκης) προκάλεσε αμηχανία. Υπέρ της αυτοκτονίας ο εθνικός μας ποιητής; Τα επιχειρήματά του κρίθηκαν άνευ ενδιαφέροντος κι επομένως ανάξια ανασκευής. Αντιθέτως η κριτική, ο αισθητιστής Δημήτριος Καπετανάκης και ο υπερεαλιστής Νικόλας Κάλας, φάνηκε να την κατανοούν υπογραμμίζοντας την παραλληλία της με το αίσθημα απόγνωσης και της κυριαρχίας του θανάτου στην καλβική ποίηση. Η ανταλλαγή απόψεων έγινε βέβαια μέσα στο τεταμένο κλίμα ανάμεσα στους υπέρμαχους της αισιοδοξίας και στους πεισιθάνατους υπερασπιστές του Καρυωτάκη.
Προσεγγίζοντας ωστόσο το κείμενο με τα μάτια στραμμένα στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και ανατοποθετώντας το μέσα σε έναν, όχι υπαρξιακό αλλά πολιτικοκοινωνικό ορίζοντα, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης επιφυλάσσει στην «Απολογία» έναν καινούργιο ρόλο. Πρόκειται για τη συμμετοχή του Κάλβου σε μια από τις μεγάλες συζητήσεις του καιρού του. Μέσα στα κοινωνικοϊδεολογικά συμφραζόμενα του εκπνέοντος 18ου αιώνα, το δικαίωμα στην αυτοχειρία είχε αναδειχθεί σε κομβικό ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στην ελεύθερη διανόηση και στην απολυταρχία, ανάμεσα στις αυτονομούμενες κοσμικές δυνάμεις και την αναδιπλούμενη Εκκλησία. Αντιμετωπίστηκε ως πατριωτική χειρονομία, ως διαμαρτυρία απέναντι στην τυραννία, ως διεκδίκηση της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, ως εκδήλωση του αυτεξούσιου του ανθρώπου έναντι του Θεού ως απόλυτου ρυθμιστή στο δικαίωμα της ζωής και του θανάτου. Η εκκλησιαστική αυθεντία κλονίστηκε, η ζωή έπαυσε να θεωρείται αξία μυστική και η αυτοχειρία αποδεσμεύθηκε από την αμαρτία. Η υπεράσπιση της αυτοκτονίας σηματοδότησε το πέρασμα από την προνοιακή αντίληψη της ιστορίας στην κριτική συνείδηση του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τον μελετητή, η καλβική νομιμοποίηση της αυτοκτονίας δεν εντάσσεται στην βερθερικού τύπου απελπισμένη ρομαντική μελαγχολία. Στη γραμμή του Φώσκολου και του Αλφιέρι αλλά όχι μόνον, παραπέμπει αντιθέτως στην πολιτική και πατριωτική χειραφέτηση, κι επίσης στη διεκδίκηση της αρετής και στην έννοια του χρέους.
εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8/4/2012





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου