Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Πατρίκιος Τίτος, Ο ίλιγγος του ύψους



Όλους μάς εκλύουνε τα ύψη
Όλοι ονειρευόμαστε να ανεβούμε πιο ψηλά
Να κατακτήσουμε την κορφή του Ολύμπου
Να συναντήσουμε τις μούσες πάνω στον Ελικώνα
Να κατοικίσουμε σε υπερυψωμένο ρετιρέ
Να στιγματίσουμε δημόσια την υψηλή κοινωνία
Να πετύχουμε ή δυνατόν και τρίτο υψηλό μισθό
Να διδάξουμε από καθ’ έδρας υψηλές ιδέες
Να υποσχεθούμε δώρα και από οίκους υψηλής ραπτικής
Να ανεβούμε σε υψηλή πολιτική βαθμίδα
Να εμφανιστούμε με μια πανύψηλη μοντέλα
Ή έστω με κάποια σε πανύψηλα τακούνια
Να δίνουμε αφ’ υψηλού σωτήριες οδηγίες
Για να ανεβεί ψηλότερα το επίπεδο του λαού.

Εκεί που φτάσαμε
Πρέπει να κρατηθούμε
Να προσέχουμε μη γλιστρήσουμε
Μη γκρεμιστούμε στο κενό.
Μα ακόμα κι έτσι
Αν καταφέρουμε από κάπου να πιαστούμε
Σιγά, σιγά εμείς θα ξαναρχίσουμε.

Πατρίκιος Τίτος, Οι σίγουροι πως θα επιβιώσουν


Όλο και περισσότεροι εξαγγέλλουν μια καταστροφή
πιστεύοντας σ’ αυτή την αναγκαία κάθαρση
που θα ξαναγεννήσει καλύτερο τον κόσμο.
Κι αν πρόκειται χώρες ολόκληρες να γίνουν στάχτη
χιλιάδες άνθρωποι να χαθούν
δεν τους πολυνοιάζει.
Την ιστορία, λένε, την ξεγεννά η βία
σίγουροι πως αυτοί θα επιβιώσουν
οπότε θα αναλύσουν πάλι τη νέα κατάσταση
θα γράψουν το μυθιστόρημα, το χρονικό της,
ή θα συνθέσουν μια ποιητική εποποιία
όπου θα υμνούνται όσοι θυσιάστηκαν
και θα δοξάζονται όσοι εξουσιάζουν.

Πατρίκιος Τίτος , Η βία

Προσπαθώ να πω τα πράγματα
με τ`όνομά τους
και κάθε τόσο συναντώ
καινούργιες δυσκολίες.
Λογουχάρη να πω τη βία, βία,
όχι ειρηνευτική επέμβαση
τη βία των πλουσίων και ισχυρών,
ούτε αναπόφευκτες ακρότητες
τη βία των φτωχών και καταπιεσμένων.
Με δυσκολεύουνε οι μεταλλάξεις
αυτού που λέμε αναγκαιότητα της ιστορίας
οι αντιστροφές στις κινήσεις των πολιτικών
οι αναρίθμητες αναλύσεις των δημοσιολόγων
όμως κυρίως με περιπλέκουν
οι δικές μου ερμηνείες κι ενοχές.
Θα `θελα πλέον να πω ανοιχτά
ότι έφτασα να απεχθάνομαι
την κάθε, όποιου και να `ναι, βία. 
 
(από την ποιητική συλλογή η "Αντίσταση των γεγονότων" εκδ. Κέδρος 2000

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Τίτος Πατρίκιος, Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη

Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη
'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτες έλεγε τ' όνομα του Στάλιν
δυο-τρεις φορές την ώρα.
Τώρα θυμάται λίγο ξεχασμένο Μαρξ και Λένιν
μα πιο πολύ κουβέντες
συγχρόνων ηγετών της μόδας.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτε τολμηρός πολύ
να κριτικάρει τους πιο κάτω.
Τώρα μιλάει πού και πού
για κριτική και προς τα πάνω
και ξεσκονίζει λίγο πιο διακριτικά.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτες έτοιμος να καταγγείλει όποιον διαφωνούσε
χαφιέ, τσιράκι της Ασφάλειας, όργανο της Ιντέλλιτζενς.
Τώρα, αληθινά αλλαγμένος,
τον βγάζει μόνο ρεβιζιονιστή, οππορτουνιστή,
κ' επιεικώς, χαλαρό ηθικά.

'Ανθρωπος πραγματικά συνειδητός
που τώρα όπως και πριν
στο κίνημα αφιερώνει
τη ζωή του ολόκληρη
έχοντας τη ματιά του προσηλωμένη
στις πρώτες θέσεις στις εξέδρες.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Γ.Σεφέρη, Ο βασιλιάς της Ασίνης.

Ασίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη  και  χωρίς αναλαμπή, το  στήθος σκοτωμένου
   παγονιού
Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της  Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
   τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον  Ομηρο
μόνο μια λέξη στην  Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, Θυμάσαι τον  ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα~
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της  Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
         και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι~
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
    στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της  ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην  αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον  άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον  κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
   ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
   ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
    αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της  βροχής του αγέρα
   και της  φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της  στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
   την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της  φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
   διάρκεια της  απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
   μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
   κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της  σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της
    Ασίνης
που τον  γυρεύουμε τόσο προσεχττκά σε τούτη την ακρό-
    πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω
    στις πέτρες.

         Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Γεν. '40

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Κ.Π.Καβάφης, Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου

Έμεινε μαθητής του Aμμωνίου Σακκά δυο χρόνια·
αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά.

Κατόπι μπήκε στα πολιτικά.
Μα τα παραίτησεν. Ήταν ο Έπαρχος μωρός·
κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή·
τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι.

Την περιέργειάν του είλκυσε
κομμάτ’ η Εκκλησία· να βαπτισθεί
και να περάσει Χριστιανός. Μα γρήγορα
την γνώμη του άλλαξε. Θα κάκιωνε ασφαλώς
με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς·
και θα του έπαυαν —πράγμα φρικτόν—
ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.

Έπρεπεν όμως και να κάμει κάτι. Έγινε ο θαμών
των διεφθαρμένων οίκων της Aλεξανδρείας,
κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης.

Η τύχη του εφάν’ εις τούτο ευμενής·
τον έδωσε μορφήν εις άκρον ευειδή.
Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν.

Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη
η καλλονή του θα διαρκούσεν. Έπειτα —
ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε.
Κι αν εν τω μεταξύ απέθνησκεν ο γέρος,
πήγαινε σ’ άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού·
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν —αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.