Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Δ.Μαρωνίτη "Χωρίς ανεμόσκαλα"

Μνήμη Δήμου Μαυρομάτη

Σύμπτωση. Ξημερώνοντας, μάλλον άσχημα, θυμήθηκα ότι σήμερα (17 Φεβρουαρίου) συμπληρώνονται σαράντα ένα χρόνια από τη σημαδεμένη εκείνη μέρα, που βρέθηκα να ταξιδεύω από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα.
Μέρα ηλιόλουστη, σε ταξί, με τρεις ασφαλίτες. Που σταμάτησαν στη Νέα Χαλκηδόνα για σουβλάκια και μ' άφησαν για λίγο μόνο - θεωρητικά θα μπορούσα να δραπετεύσω. Μιλούσαν συνεχώς, χωρατεύοντας. Ωσότου μπήκαμε στην Αθήνα, οπότε ξαφνικά μουγκάθηκαν. Πρώτος νυχτερινός σταθμός: παράδοση στις φυλακές Ρέντη. Την άλλη μέρα πρεμιέρα στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Οπου και ξεχειμώνιασα, ακούγοντας και ζώντας τις αντοχές του σώματος και του φρονήματος. Προτού μετακομιστώ στις φυλακές Κορυδαλλού (ειδική πτέρυγα Δ', καπαρωμένη για τους εκλεκτούς του Θεοφιλογιαννάκου). Αποφυλακίστηκα στις έντεκα Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, αργά το βράδυ.
Αυτή η μεσαία δοκιμασία εγκλεισμού (υπήρξε και προηγούμενη, λιγότερο οδυνηρή, αλλά και επόμενη, στο όριο ζωής και θανάτου) αποτυπώθηκε σε δώδεκα πρωτοσέλιδες επιφυλλίδες στο «Βήμα» εκείνης της εποχής, που συμμαζεύτηκαν μετά στο τεύχος Ανεμόσκαλα (εκδόσεις Παπαζήση 1972, με τη φροντίδα του αλησμόνητου φίλου Δήμου Μαυρομάτη). Ο Πρόλογος αναδημοσιεύεται σήμερα (ως όψιμη αναδρομή σ' αυτό που αστόχαστα λέγεται παρελθόν) χωρίς καμιά επέμβαση, εκτός από τον υποχρεωτικό μονοτονισμό:
«- Ενα τόσο σύντομο τεύχος τι τον χρειάζεται τον πρόλογο; - Για να προστατευτεί. Γιατί οι δώδεκα αυτοί σπόροι γυρεύουν τώρα ένα σακούλι, να πέσουν μέσα. Μόνος του ο καθένας, στη βιτρίνα ενός μεγάλου μαγαζιού, σε αραιά διαστήματα, ήταν λίγο αστείος και πολύ γυμνός.
Φυσικά και δεν πρόκειται για επιφυλλίδες. Χαρακιές πάνω σε γυμνό τοίχο, ευαγγελίζονται ανομολόγητες ηδονές, μοιρασμένες σε έρημα χρόνια μέσα και γύρω σε έμφραχτους χώρους, και βιογραφούν την αισιοδοξία ενός ανθρώπου που έχασε το χιούμορ του και τη δουλειά του - όπως χάνει κανείς σε μια ορισμένη ηλικία τα μαλλιά του και τα δόντια του. Αυτός είναι και ο στόχος τους: να περιγράψουν με ακρίβεια τα κλινικά συμπτώματα μιας πολιτικής αρρώστιας, που το ομολογημένο εξάνθημά της το ξέρουμε όλοι, αλλά τα αποσιωπημένα θυμίζουν άλλα πράγματα, οδυνηρά και σχεδόν γελοία: πως συμπιέστηκε λιγάκι το κεφάλι του δασκάλου, οι έξι σύντροφοι έγιναν τρεις, οι τρεις μισός, η πόλη ολόκληρη πέρασε σε ξένα χέρια, και τώρα τοκίζεται σ' ανθρώπους, που δεν είναι πια φίλοι, είτε έχουνε γεράσει, είτε στο μεταξύ αποβλακώθηκαν.
Δυο λόγια και για τη γραφή: Οποιοι γυρεύουν την παχυλή σαφήνεια, τους παραπέμπω στην ομολογία κάποιου που θυμωμένος φώναζε: Ο πιο σαφής άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου ήταν ο δεκανέας μου στον στρατό. Φυσικά αυτό δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα, δείχνει όμως ότι σε χρόνια δίσεχτα επιβάλλεται ίσως να τρυπάμε τις άδειες λέξεις στο κεφάλι με μια φουρκέτα, όπως έλεγε ο ποιητής. Εδώ που τα λέμε, σ' αυτό το τεύχος υπάρχει και αντίβαρο: λόγος καθαρός και βρώμικα πράγματα.
Και μια ανάμνηση, για να τελειώνουμε: τις πρώτες εφτά άφωνες μέρες της απόλυτης απομόνωσης, κατόρθωσα το ακατόρθωτο.
Εβγαλα από τον ψωραλέο πάγκο μου με τα νύχια τρεις πινέζες, τόσο πατημένες, που έλεγες ότι είχαν χωνέψει με το ξύλο (η άσκηση κράτησε έξι ώρες - τις έχω φυλαγμένες τις πινέζες αυτές για κειμήλιο). Οποιος νομίζει εύκολο τον πρώτο άθλο, ας δοκιμάσει τον δεύτερο: έβαλα ξανά στον άξονά του, δίχως να βγάλω το γυαλί, τον λεπτοδείχτη του ρολογιού μου (αυτό βάστηξε τρία μερόνυχτα).
Αληθινά ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα μου. Αλλά ένας θεός ξέρει πόσο μου αρέσουν τα Ελληνικά».
Ακολουθεί η κατάληξη από την «Επιστροφή», πρώτη επιφυλλίδα μετά την αποφυλάκιση, χρονολογημένη στις 18.12.1971:
«Ο χώρος πέρα από τις παλάμες και τα πέλματα, ο χρόνος ένα ποτάμι από αίμα και νερό. Δεν πρόκειται για ηρεμία, πολύ λιγότερο για κάθαρση. Ισως ένας άλλος βηματισμός, πιο αργός και πιο υπομονετικός. Η προσωπική εμπειρία έξω από τον κλειστό αυλόγυρό της. Ξανά λοιπόν με το μολύβι στο χέρι, ιχνογραφείς το πρόσωπο του Διαγόρα, που νίκησε στην Ολυμπία και έγινε φίλος σου: με μακριά μαλλιά, μυωπικά μάτια, μπλουτζίν και διπλό πουλόβερ. Κάνει κρύο τον χειμώνα, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια από τον Κολωνό ως τον Κορυδαλλό. Ο Διαγόρας και οι άλλοι, μαζεμένοι γύρω από τα μάτια τους, βυθισμένοι στη βάναυσή τους προσμονή, συλλογισμένοι μ' έναν άλλο τρόπο, γύρω από το πηγάδι της κοινής ελπίδας. Το δάχτυλο στο φιλιατρό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου